Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσστέλλω

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσστέλλω Medium diacritics: προσστέλλω Low diacritics: προσστέλλω Capitals: ΠΡΟΣΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: prosstéllō Transliteration B: prosstellō Transliteration C: prosstello Beta Code: prosste/llw

English (LSJ)

   A bring close to, καρχησίῳ τὸ κέρας Luc.Am.6:—Med., keep close to, τοῖς ὀρεινοῖς, of a general, Plu.Sull.19.    2 tuck in, τοὺς μηρούς prob. in Arist.IA713a22.    II Pass., to be tight-drawn, close tucked in, προσεσταλμένος, of an abscess which does not project, Hp.Prog.7; προσστέλλεται τῷ χρωτὶ τὸ δέρμα Gal.18(2).599; ἰσχία ἔνδοθεν προσεσταλμένα loins drawn or tucked up, of dogs, X.Cyn.4.1, cf. Poll.5.58; κοιλία πλατεῖα καὶ π., ἰσχίον π., Arist.Phgn.807a34, 37; ἡ [τοῦ βονάσου] θρὶξ τῆς τοῦ ἵππου . . προσεσταλμένη μᾶλλον lying closer to the skin, Id.HA630a25; αἱ σάρκες αὐτοῖς ὀστέοις π. Luc.Am.14; αἰδοῖον, τιτθοὶ π., Gal.8.451,452; φύλλα Dsc.4.88; προστείλας (leg. προσστ-) τὰ ἄρθρα reducing swellings in the joints, Philagr. ap. Aët. 12.49.    2 metaph., to be orderly, modest, ἐπιστήμη προσεσταλμένη καὶ κοσμία Pl.Grg.511d.    III v. προστέλλω.

German (Pape)

[Seite 780] eigtl. ein Kleid fest anlegen; χιτὼν προσεσταλμένος, ein glatt, fest anliegendes Gewand, im Ggstz des faltenreichen, bauschigen; dah. übh. glatt, fest anliegend, χαίτη, Arist. H. A. 9, 45; u. übertr., schlicht, sich nicht brüstend, bescheiden, ἐπιστήμη προσεσταλμένη καὶ κοσμία, Plat. Gorg. 511 d; aber προσεστέλλετο τοῖς ὀρεινοῖς Plut. Sull. 19 ist = er lehnte sich an die Berge.

Greek (Liddell-Scott)

προσστέλλω: ἐπιθέτω, προσαρμόζω, καρχησίῳ τὸ κέρας Λουκ. Ἔρωτ. 6· - Μέσ., μένω πλησίον, τοῖς ὀρεινοῖς, ἐπὶ στρατηγοῦ, Πλουτ. Σύλ. 19. ΙΙ. ἐν τῷ παθητ. πρκμ. προσεσταλμένος (διάφ. γραφ. προεσταλμένος), adstrictus, ἐπὶ ἀποστήματος μὴ εἰς ὀξὺ ἀποκυρτουμένου, Ἱππ. Προγν. 39, πρβλ. Γαλην. 12. 254F· ἰσχία προσεσταλμένα, συνεσταλμένα, συνεσφιγμένα, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4. 1, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 58· κοιλία πλατεῖα καὶ πρ., ἰσχίον πρ. Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 1· ἡ [τοῦ βονάσου] θρὶξ τῆς τοῦ ἵππου... προσεσταλμένη μᾶλλον, εἶναι μᾶλλον συνεσταλμένη πρὸς τὸ δέρμα, αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 2· αἱ σάρκες ὀστέοις πρ. Λουκ. Ἔρωτες 14· αἰδοῖον, τιτθοὶ πρ. Γαλην. 2)μεταφ., ἐπιστήμη προσεσταλμένη καὶ κοσμία Πλάτ. Γοργ. 511D.

French (Bailly abrégé)

serrer un vêtement contre le corps;
Moy. προσστέλλομαι s’appuyer contre (les montagnes) en parl. d’une armée, τινι.
Étymologie: πρός, στέλλω.

Greek Monolingual

ΜΑ
(η μτχ. παθ. παρακμ.) προσεσταλμένος, -η, -ον
α) αυτός που είναι πολύ κοντά σε κάτι, ο προσκολλημένος σε κάτι («αἱ σάρκες αὐτοῑς ὀστέοις προσεσταλμέναι», Λουκιαν.)
(αρχ)
1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («τὸν ἱστὸν ἐκ τῶν μεσοκοίλων ἀπάραντες καρχησίῳ τὸ κέρας προσεστείλαμεν», Λουκιαν.)
2. συστέλλωπροσστέλλω τοὺς μηρούς», Αριστοτ.)
3. (μέσ. και παθ.) προσστέλλομαι
α) (για πρόσ.) έρχομαι κοντά σε άλλους και, κυρίως, συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι κάπου
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μτφ. ανεπιτήδευτος, απλόςἐπιστήμη προσεσταλμένη και κοσμία», Πλατ.).