ῥόφω

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόφω Medium diacritics: ῥόφω Low diacritics: ρόφω Capitals: ΡΟΦΩ
Transliteration A: rhóphō Transliteration B: rhophō Transliteration C: rofo Beta Code: r(o/fw

English (LSJ)

collat. form of ῥοφέω, EM705.26: hence ῥόμμα, ῥοπτός.

German (Pape)

[Seite 849] statt ῥοφέω, ungebr., nur angenommen, um ῥόμμα abzuleiten.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόφω: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ῥοφέω. μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. 705. 26, κτλ., Λοβεκ. εἰς Σοφ. Αἴ. σ. 181· ἐντεῦθεν ῥοπτός.

Greek Monolingual

ῥοφῶ, -άω και -έω, ΝΜΑ, και ρουφῶ Ν και ῥοφῶ και ῥοφάνω και ῥυφάνω και ῥυμφάνω και ιων. τ. ῥυφῶ, -έω, Α
1. καταπίνω υγρό με βαθιά εισπνοή, με θορυβώδη τρόπο, με λαιμαργία (α. «μη ρουφάς έτσι τον καφέ» β. «τὴν φακῆν ῥοφήσομαι», Αριστοφ.)
2. αδειάζω πιάτο, ποτήρι ή άλλο σκεύος από το περιεχόμενό του πίνοντάς το (α. «ρούφηξέ το όλο, μην αφήσεις τίποτα» β. «ῥοφήσει τρύβλιον», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. απορροφώ («το χώμα ήταν στεγνό και ρούφηξε αμέσως το νερό»)
2. εισπνέω («μη ρουφάς τον καπνό»)
3. μτφ. εξαντλώ, εξασθενώ κάποιον («τον ρούφηξε τελείως»)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ρουφηγμένος, -η, -ο
αδυνατισμένος, εξασθενημένος
αρχ.
(για ασθενείς) τρέφομαι μόνο με υγρή τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥοφῶ ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας srebh- «ρουφώ» και συνδέεται με τα αρμ. arbi, λιθουαν. surbiu, αρχ. σλαβ. srŭbati και το λατ. sorbeo. Ο ιων. τ. του ρήματος ῥυφῶ εμφανίζει δυσερμήνευτο φωνηετισμό -υ-, που πιθ. οφείλεται σε ιδιαίτερη αντιπροσώπευση συνεσταλμένης βαθμίδας (πρβλ. ρόμβος: ρύμβος). Ο ενεστ. τ. ῥοφῶ (-άω) είναι σπάνιος και μτγν. Το ρ. εμφανίζει τα εκφραστικά παράγωγα ῥοφάνω / ῥυφάνω / ῥυμφάνω (πρβλ. ἐρυγγάνω), ενώ ο τ. ῥόφω πρέπει να είναι μτγν. επινόηση τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογηθούν οι μτγν τ. ῥόμμα και ῥοπτός (βλ. λ. ρόμμα). Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιείται συν. ο τ. ρουφώ (με κώφωση του -ο- σε -ου-, πρβλ. σάπων: σαπούνι)].