υποστέλλω

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

ὑποστέλλω ΝΜΑ στέλλω
(ιδίως σχετικά με ιστίο ή σημαία) κατεβάζω, μαζεύω
2. ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω
νεοελλ.
(η προστ. ενεστ.) υπόστειλον! ναυτ. κέλευσμα για την υποστολή σημαίας ή σήματος
αρχ.
1. συσφίγγω, κλείνω («τοῑς δακτύλοις ὑπεσταλμένοις», Αρισταίν.)
2. αποσύρω
3. απομακρύνω («ὑπέστελλε καὶ ἀφώριζε ἑαυτόν», ΚΔ)
4. δείχνω φόβο
5. αφαιρώ
6. (με γεν. πράγματος) είμαι εγκρατής, συγκρατούμαι
7. ανήκω
8. (αμτβ.) α) αποσύρομαι
β) μένω απαρατήρητος
γ) μειώνομαι σε μέγεθος ή ελαττώνομαι σε όγκο
9. μέσ. ὑποστέλλομαι
α) οπισθοχωρώ
β) ζαρώνω από φόβο
γ) αποκρύπτω ή παραποιώ την αλήθεια από φόβο («οὔτε μέγα οὔτε σμικρὸν ἀποκρυψάμενος... οὐδ' ὑποστειλάμενος», Πλάτ.)
10. παθ. εξαιρούμαι
11. φρ. «ὑποστέλλω οὐράν»
(για σκύλο) βάζω την ουρά στα σκέλια.