ἐκπολιορκέω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
A force a besieged town to surrender, force to capitulate, Th.1.94,134, X.HG2.4.3, etc. : metaph. of argument, ἐ. τινὰ λόγῳ ChioEp.10 :—Pass., to be forced to surrender, Th.1.117 ; ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθείς ib.131, cf. Inscr.Prien.37.112 ; ὑπὸ τῶν τυράννων Arist.Ath.19.3 : metaph., ἐκπολιορκηθέντος τοῦ σώματος ὑπὸ μακρᾶς νόσου Diog.Oen.39.
German (Pape)
[Seite 775] eine Stadt durch eine Belagerung einnehmen, erobern; Thuc. 1, 94; προσκαθεζόμενοι λιμῷ 1, 134; Xen. Hell. 7, 4, 18; βουλομένων τῶν τριάκοντα ἀποτειχίζειν, ἵνα ἐκπολιορκήσειαν αὐτούς, um sie durch Belagerung zur Uebergabe zu zwingen, 2, 4, 3; ἐξεπολιορκήθησαν Thuc. 1, 117; ἐκ τοῦ Βυζαντίου βίᾳ ἐκπολιορκηθείς 1, 131, nach Schol. τῇ πολιορκίᾳ ἐκβληθείς. Bei Sp. übertr., λόγῳ τινά.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπολιορκέω: ἐξαναγκάζω πολιορκουμένην πόλιν νὰ παραδοθῇ, ἀναγκάζω νὰ συνθηκολογήσῃ, Θουκ. 1. 94, 134, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 3, κτλ. - Παθ., ἀναγκάζομαι νὰ παραδοθῶ, Θουκ. 1. 117· ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι αὐτόθι 131.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
réduire ou prendre après un siège ; Pass. être forcé de capituler après un siège.
Étymologie: ἐκ, πολιορκέω.
Spanish (DGE)
1 forzar la rendición o la capitulación de, obligar a rendirse a ciu. o pers. sitiadas (Βυζάντιον) Th.1.94, cf. D.7.27, αὐτήν (Τροίαν) Isoc.5.112, τὰ Ἱεροσόλυμα I.BI 4.412, cf. Philoch.160, Plb.4.61.4, LXX Io.7.3, D.S.14.16, Parth.23, τὴν βαρυτάτην πόλιν ἐν τρισὶν ἡμέραις Plb.3.60.9, τοὺς ἐπὶ τὰ ... ἐρύματα συμπεφευγότας Plb.3.117.12, τοὺς ὑμᾶς μὲν ἐκβαλόντας Philipp.Maced.2, cf. X.HG 2.4.3, Τρεβώνιον Str.14.1.37, cf. I.Ap.152, App.BC 1.101, τοὺς ἀδικοῦντας τὸν Ἑλένῃ συνοικοῦντα Lib.Decl.4.59, c. dat. instrum. αὐτὸν ... ἐξεπολιόρκησαν λίμῳ de una pers. encerrada en un santuario, Th.1.134
•en v. pas. ἐξεπολιορκήθησαν ἐνάτῳ μηνί Th.1.117, βίᾳ ὑπ' Ἀθηναίων ἐκπολιορκηθείς Th.1.131, cf. D.11.5, Arist.Ath.19.3, Fr.394, IG 22.211.3 (Ática IV a.C.), Str.5.3.11, 8.4.2, Paus.1.25.6, ἐκπεπολιορκημένους ὑπὲρ τῆς φιλίας τῆς ὑμετέρας Isoc.14.26, cf. 4.141, ἐκπολιορκηθέντος τοῦ τυράννου τοῦ ἐν τᾷ πόλει IPr.37.112 (II a.C.), ἕως ἂν ἐκπολιορκηθῇ τὸ χωρίον I.AI 14.87.
2 fig. vencer la resistencia, doblegar ἐξεπολιορκήσαμεν δ' αὐτὸν πάνυ ἀληθεῖ καὶ δικαίῳ λόγῳ vencimos su resistencia con un argumento bien sincero y justo Chio 10.1, τὴν ψυχήν Ph.1.83, cf. Luc.Cal.19, Cyr.Al.Luc.1.89.15, τὸν κορυφαῖον ἐκεῖνον ref. a la superioridad de una pers., Luc.Cal.12, en v. pas. ἐκπολιορκηθέντος τοῦ σώματος ὑπὸ μακρᾶς νόσου Diog.Oen.37.2.3, πανταχόθεν δὲ ἦν ἐκπεπολιορκημένος de una pers. dominada por la pasión, Charito 2.8.1.
3 en v. med. rendirse, capitular el hombre ante el mal, Arr.Epict.1.28.21.
Greek Monotonic
ἐκπολιορκέω: μέλ. -ήσω, αναγκάζω μία πολιορκούμενη πόλη να παραδοθεί, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., αναγκάζομαι να παραδοθώ, σε Θουκ.