ἡμερόκοιτος

From LSJ
Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερόκοιτος Medium diacritics: ἡμερόκοιτος Low diacritics: ημερόκοιτος Capitals: ΗΜΕΡΟΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: hēmerókoitos Transliteration B: hēmerokoitos Transliteration C: imerokoitos Beta Code: h(mero/koitos

English (LSJ)

Dor. ἁμ-, ον,

   A sleeping by day, epith. of a thief, Hes. Op.605, Opp.H.2.408; ἁμερόκοιτοι βλαχαὶτεκέων, for ἁμεροκοίτων, E. Cyc.58.

German (Pape)

[Seite 1166] bei Tage schlafend, Hes. O. 603, d. i. Dieb; vgl. Opp. Hal. 2, 408; dor. ἁμ., Eur. Cycl. 58.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερόκοιτος: Δωρ. ἀμερ-, ον, ὁ κοιμώμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἐπίθ. κλέπτου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 603· ἀμερόκοιτοι βλαχαί τεκέων, ἀντὶ ἀμεροκοίτων, Εὐρ. Κύκλ. 58· - ὡς οὐσιαστ., ἰχθὺς τις, ἴσωςφώκη, Ὀππ. Ἁλ. 2. 408· ὡσαύτως ἡμεροκοίτης, ου, ὁ, αὐτόθι 199, 224. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄ σ. 307 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui dort pendant le jour;
2ἡμερόκοιτος, c. ἡμεροκοίτης.
Étymologie: ἡμέρα, κοίτη.

Greek Monolingual

ἡμερόκοιτος, δωρ. τ. ἁμερόκοιτος, -ον (Α)
(για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την ημέρα για να μπορεί να κλέβει κατά τη νύχτα («μή ποτε σ' ἡμερόκοιτος ἀνήρ ἀπὸ χρήμαθ' ἕληται», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -κοιτος (< κοίτη), πρβλ. ομό-κοιτος παρά-κοιτος].

Greek Monotonic

ἡμερόκοιτος: Δωρ. ἁμερ-, -ον, αυτός που κοιμάται κατά τη διάρκεια της ημέρας, χαρακτηρισμός του κλέφτη, σε Ησίοδ., Ευρ.