λῶμα

From LSJ
Revision as of 00:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῶμα Medium diacritics: λῶμα Low diacritics: λώμα Capitals: ΛΩΜΑ
Transliteration A: lō̂ma Transliteration B: lōma Transliteration C: loma Beta Code: lw=ma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A hem, fringe, border, of a robe, LXXEx.28.29(33), al.:—Dim. λωμάτιον, τό, AP11.210 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 76] τό, Saum, Vorstoß, unten am Kleide, LXX.; Hesych. auch ἐπίβλημα erkl.

Greek (Liddell-Scott)

λῶμα: τό, τὸ κράσπεδον, ἡ ᾤα, ἡ ἄκρα τοῦ ἐνδύματος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 29), Ἐκκλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λῶμα˙ ῥαφή, κλωσμός, ἡ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου…». ― Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολόγον (570. 53): «λῶμα τὸ γυναικεῖον, ὃ ὑπὸ Ἀττικῶν ὄχθοβος (ἢ ὄχθοιβος) λέγεται τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου ἐπίβλημα ἐκ βύσσου καὶ πορφύρας, κτλ.»˙ ― ὑποκοριστ. λωμάτιον, τό, Ἀνθ. Π. 11. 210.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
frange ou lisière, bordure d’un vêtement.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

το (AM λώμα, -ατος)
νεοελλ.
ναυτ. σχοινί που ράβεται γύρω γύρω από το ιστίο για να το ενισχύσει και να το προφυλάξει από τον άνεμο, κν. γραντί
μσν.
κλωστή, νήμα
αρχ.
1. το κράσπεδο, η άκρη του ενδύματος, η ούγια («καὶ ποιήσεις ὑπὸ τὸ λῶμα τοῡ ὑποδύτου κάτωθεν, ὡσεὶ ἐξανθούσης ῥόας ῥοΐσκους ἐξ ὑακίνθου», ΠΔ)
2. περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον τ. εὔληρα (δωρ. τ. αὔληρα) «ηνία», λατ. lorum «ιμάντας, λουρί» και αρμ. lar «δεσμός, σχοινί». Κατ' άλλους, όμως, η λ. ανήκει στην οικογένεια της ΙΕ ρίζας wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» (πρβλ. εἴλω). Έχουν διατυπωθεί, τέλος, και απόψεις —όχι πολύ πιθανές— κατά τις οποίες η λ. λώμα συνδέεται με αρχ. ινδ. lūna- «αποκομμένος, αποχωρισμένος» ή με λώπη «ιμάτιο, σάλι» ή με τσεχ. lem «κρόσι»].

Greek Monotonic

λῶμα: -ατος, τό, άκρη ενδύματος· υποκορ. λωμάτιον, τό, σε Ανθ.