συμψηφίζω

From LSJ
Revision as of 06:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμψηφίζω Medium diacritics: συμψηφίζω Low diacritics: συμψηφίζω Capitals: ΣΥΜΨΗΦΙΖΩ
Transliteration A: sympsēphízō Transliteration B: sympsēphizō Transliteration C: sympsifizo Beta Code: sumyhfi/zw

English (LSJ)

   A reckon together, count up, Act.Ap.19.19, PMag.Leid. W.9.4; reckon in, add, PMag.Leid.V.11.2.    II Med., vote with, τινι Ar.Lys.142, cf. Poll.8.15:—Pass., App.BC3.22, Sammelb.7378.9 (ii A.D.), v.l. in LXXJe.29(49).21.

German (Pape)

[Seite 994] mit- od. zusammenrechnen, N. T.; – med. mitstimmen, συμψήφισαί μοι, Ar. Lys. 142.

Greek (Liddell-Scott)

συμψηφίζω: συγκαταλέγω, Πράξ. Ἀποστ. ιθʹ, 19. ― Παθητ., Ἐπιφάν., κλπ. ΙΙ. Μέσ., ψηφίζω μετά τινος, ψηφοφορῶ, τινι Ἀριστοφ. Λυσ. 142, πρβλ. Πολυδ. Ηʹ, 15˙ ― ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., Βυζ.

French (Bailly abrégé)

compter ensemble;
Moy. συμψηφίζομαι voter avec, être d’accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, ψηφίζω.

English (Strong)

from σύν and ψηφίζω; to compute jointly: reckon.

English (Thayer)

1st aorist συνεψηφισα; to compute, count up: τάς τιμάς, τίνι, to vote with one, Aristophanes Lysias, 142.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ ψηφίζω
λογαριάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, κάνω συμψηφισμό, συνυπολογίζω («καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε», ΚΔ)
νεοελλ.
συγχωνεύω μια ποινή σε άλλη μεγαλύτερη, κάνω συμψηφισμό
μσν.
1. ψηφίζω μαζί με κάποιον
2. παθ. συμψηφίζομαι
συνεκλέγομαι ή συμπροτείνομαι για εκλογή
αρχ.
μέσ. ψηφίζω με κάποιον την ίδια γνώμη.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ψηφίζω
λογαριάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, κάνω συμψηφισμό, συνυπολογίζω («καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε», ΚΔ)
νεοελλ.
συγχωνεύω μια ποινή σε άλλη μεγαλύτερη, κάνω συμψηφισμό
μσν.
1. ψηφίζω μαζί με κάποιον
2. παθ. συμψηφίζομαι
συνεκλέγομαι ή συμπροτείνομαι για εκλογή
αρχ.
μέσ. ψηφίζω με κάποιον την ίδια γνώμη.

Greek Monotonic

συμψηφίζω: μέλ. -σω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω, συναριθμώ, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συμψηφίζω: 1) подсчитывать, складывать (τὰς τιμάς NT);
2) med. голосовать вместе: σ. τινι Arph. поддерживать кого-л.