πρόλοβος

From LSJ
Revision as of 06:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόλοβος Medium diacritics: πρόλοβος Low diacritics: πρόλοβος Capitals: ΠΡΟΛΟΒΟΣ
Transliteration A: prólobos Transliteration B: prolobos Transliteration C: prolovos Beta Code: pro/lobos

English (LSJ)

ὁ,

   A = πρηγορεών, crop of birds, e.g. of pigeons, Arist. HA508b28, PA674b31, LXXLe.1.16, al.; π. ὀρνιθώδης, of cuttle-fish, Arist.PA679b9, cf. HA524b10.    II thyroid cartilage, Adam's apple, Poll.2.207.

German (Pape)

[Seite 733] ὁ, = προηγορεών, der Kropf der Hühner u. anderer Vögel, Arist. H. A. 2, 17.

Greek (Liddell-Scott)

πρόλοβος: ὁ, = πρηγορεών, ὁ πρῶτος στόμαχος τῶν πτηνῶν εἰς ὃν ἀκατέργαστος ἡ τροφὴ μένει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 28, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9, κ. ἀλλ.· ― περὶ τῶν μαλακίων λέγεται ὅτι ἔχουσι π. ὀρνιθώδη, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 19, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 18.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. γαστρικός θύλακος τών πτηνών, πίσω από την επινεφριδιακή αδενική κοιλία, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη φύλαξη της τροφής προτού αυτή περάσει στο στομάχι και όπου αρχίζει το πρώτο στάδιο της πέψης, στάδιο που αναπληρώνει την έλλειψη δοντιών
2. το μυϊκό τμήμα του πρόσθιου εντέρου ορισμένων ασπονδύλων, ιδιαίτερα τών εντόμων
αρχ.
1. ο θυρεοειδής χόνδρος, το μήλο του Αδάμ
2. φρ. «πρόλοβος ὀρνιθώδης» — ο πρόλοβος τών μαλακίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λοβός.

Russian (Dvoretsky)

πρόλοβος: ὁ (птичий) зоб Arst.