Πιτάνη
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
[ᾰ], Dor. Πιτά-να, ἡ, one of the κῶμαι of Sparta, Pi.O.6.28, Hdt.3.55, etc.: τοῦ Πιτανητέων λόχου, a battalion of the Spartan army, Id.9.53 codd. (leg. Πιτανήτεω) ; τὸν Πιτανήτην λ. ibid., Th.1.20. II a place in Aeolis, Alc.114.
Greek (Liddell-Scott)
Πῐτάνη: [ᾰ], Δωρ. -νᾱ, ἡ, τόπος ἐν τῇ Λακωνικῇ, Ἡρόδ. 3. 55, Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ.· ― ὁ Πιτανητέων λόχος, λόχος τις τοῦ Σπαρτιατικοῦ στρατοῦ, Ἡρόδ. 9. 53· περὶ τοῦ Πιτανάτου λ. παρὰ Θουκ. 1. 20, ἴδε τοὺς ἑρμηνευτάς. ΙΙ. ὡς προσηγορ. πιτάνη, ἡ, λόχος ἐξ ἀνδρῶν 600 περίπου ἀποτελῶν τὸ δέκατον περίπου μέρος Ρωμαϊκῆς λεγεῶνος, Ἐπιγρ. Σικελ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5501.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Pitanè :
1 ville de Mysie;
2 bourg de Laconie.
Étymologie:.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, Α δωρ. τ. Πιτάνα
αρχ.
1. μία από τις 12 αιολικές πόλεις της Μικράς Ασίας στα βορειοανατολικά της Φώκαιας
2. μία από τις πόλεις της Λακωνικής κοντά στον Ευρώτα
αρχ.
(ως προσηγορικό) (στη Σπάρτη) λόχος από 600 περίπου άνδρες, ο οποίος αντιστοιχούσε με το 1/10 περίπου της ρωμαϊκής λεγεώνας.
Greek Monotonic
Πῐτάνη: [ᾰ], Δωρ. -να, ἡ, μέρος στη Λακωνία, σε Ηρόδ.· ὁ Πιτανητέων λόχος, λόχος, σώμα του σπαρτιατικού στρατού, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
Πῐτάνη: дор. Πῐτάνα (τᾰ) ἡ Питана
1) город в Мисии Her., Plut.;
2) один из пяти округов - κῶμαι - Спарты Her.