καταλήγω

From LSJ
Revision as of 11:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλήγω Medium diacritics: καταλήγω Low diacritics: καταλήγω Capitals: ΚΑΤΑΛΗΓΩ
Transliteration A: katalḗgō Transliteration B: katalēgō Transliteration C: kataligo Beta Code: katalh/gw

English (LSJ)

   A leave off, stop, πρὶν καταλῆξαι . . ἄχος A.Ag.1479 (anap.): ποῖ καταλήξει μένος ἄτης; at what point will it cease? Id.Ch.1075 (anap.); κ. ἐν . . to end at or with... Plu.2.791c; ἐπί τι D.S.14.2, Arr.Epict.6.20.21, M.Ant.4.20; [ἡδοναὶ] περὶ τὸ σῶμα κ. Plu.2.705a; πρός τι Arist.Mete.340b9; εἴς τι D.S.20.2, Hierocl.in CA19p.462M., Porph.Sent.37: abs., Thphr.Ign.50; τὰ καταλήγοντα limits of a district, Plu.Fab.6, Arist.11; πόλεως J.BJ3.7.34: in sg., τὸ κ. τοῦ πελάγους extremity, Plb.5.59.5, cf. Poll.2.71, 177.    2 esp. in Metric and Rhetoric, of feet, verses, or periods, κρητικοῦ εἰς σύμφωνον -λήγοντος A.D.Pron.50.17; εἰς τὸ αὐτὸ ὄνομα Demetr.Eloc. 154, cf. 4, Hermog.Id.1.6.    II trans., close, finish, ναυμαχία εἰς ἢν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν D.S.14.84.

German (Pape)

[Seite 1360] aufhören; πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος, νέος ἰχώρ Aesch. Ag. 1479; Ch. 1075; Pol. 3, 61, 8; Sp., bes. εἰς u. ἐπί τι, D. Sic. 20, 2 u. Sext. Emp. oft; τὰ καταλήγοντα, die Gränzen, Plut. Fab. Max. 6; vgl. Pol. 5, 95, 5. – Auch trans., εἰς ἣν ναυμαχίαν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν, beendigen, D. Sic. 14, 84.

Greek (Liddell-Scott)

καταλήγω: μέλλ. -ξω, πάυω, τελειώνω, σταματ, ἀντίθ. τοῦ ἄρχομαι, πρὶν καταλῆξαι… ἄχος Αἱσχύλ. Ἀγ. 1479· ἢ μετ’ ἐπιρρ., ποῖ καταλήξει μένος ἄτης; εἰς ποῖον σημεῖον θὰ παύσῃ; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1075· κ. ἐν…, τελειώνω εἰς ἢ μέ…, Πλούτ. 2. 791C· εἰς ἢ ἐπί…, ἀρξόμεθα μὲν ἀπὸ τῆς… καταλήξομεν δὲ εἰς… Διόδ. 20. 2., 14. 2· περί… Πλούτ. 2. 705Α· πρός τι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 02· αὐτοῦ καταλήγομεν, μαθεῖν… (δὲν ζητοῦμεν ἄλλο νὰ μάθωμεν ἢ…) Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 14·― τὰ καταλήγοντα, ὡς τὸ καταλῆγον, καὶ τὰ λήγοντα, τὰ ὅρια τόπου, τὰ σύνορα, Πλουτ. Φάβ. 6, Ἀριστ. ΙΙ. μεταβ., φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, εἰς ἧν κατέληξεν ὁ Θουκυδίδης τὴν πραγματείαν Διόδ. 14. 84.

French (Bailly abrégé)

intr. arriver à sa fin, finir, cesser : περί τι, ἔν τινι aboutir à qch ; τὸ καταλῆγον, τὰ καταλήγοντα PLUT la limite, les frontières d’un pays.
Étymologie: κατά, λήγω.

Greek Monolingual

(AM καταλήγω)
1. τελειώνω σε κάποιο σημείο, φθάνω, απολήγω
2. τερματίζω, παύω
νεοελλ.
1. μτφ. αποβαίνω, περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ
2. φθάνω σε συμπέρασμα
3. (το γ' εν. πρόσ. αορ. ως απρόσ.) κατέληξε να
το αποτέλεσμα ήταν να... («κατέληξε να μην πάρω τίποτε από το μερίδιό μου»)
αρχ.
(το ουδ. μτχ. πληθ.) τὰ καταλήγοντα
τα όρια ενός τόπου, τα σύνορα.

Greek Monotonic

καταλήγω: μέλ. -ξω, διακόπτω, τελειώνω, σταματώ, σε Αισχύλ.· ποῖ καταλήξει, σε ποιο σημείο θα σταματήσει; στον ίδ.· τὰκαταλήγοντα, τα σύνορα μιας περιοχής, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταλήγω: 1) приходить к концу, кончаться (ποῖ καταλήξει μετακοιμισθὲν μένος ἄτης; Aesch.): πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος Aesch. прежде чем прошла старая боль; κ. πρός τι Arst., ἔν τινι и περί τι Plut., εἴς τι и ἐπί τι Diod. кончаться чем-л.;
2) кончать, прекращать (τὴν πραγματείαν εἴς τι Diod.).