ἀκήρυκτος

From LSJ
Revision as of 15:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκήρυκτος Medium diacritics: ἀκήρυκτος Low diacritics: ακήρυκτος Capitals: ΑΚΗΡΥΚΤΟΣ
Transliteration A: akḗryktos Transliteration B: akēryktos Transliteration C: akiryktos Beta Code: a)kh/ruktos

English (LSJ)

ον,

   A unannounced, unproclaimed, ἀ. πόλεμος sudden war, Hdt.5.81; also a war in which no herald was admitted, truceless, X.An.3.3.5, Pl.Lg.626a, Aeschin.2.33; ἦν γὰρ ἄσπονδος καὶ ἀ. ὑμῖν πρὸς τοὺς θεατὰς πόλεμος D.18.262; ἀ. ἔχθρα Plu. Per.30.    2 without flag of truce, τὸ ἀ. τῆς ὁδοῦ App.Mith.104. Adv. -τως, ἐφοίτων Th.1.146; cf. foreg.    II not proclaimed victor by heralds, inglorious, E.Heracl.89, Aeschin.3.230.    III with no tidings, not heard of, S.Tr.45, Nonn.D.9.249.    2 unheralded, ἔρωτες ib.48.653.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκήρυκτος: -ον, ὁ μὴ προαγγελθείς, μὴ προκηρυχθείς· ἀκ. πόλεμος, αἰφνίδιος πόλεμος, Ἡρόδ. 5. 81· ἀλλὰ καί, πόλεμος, καθ’ ὃν δὲν γίνεται δεκτὸς κῆρυξ ἐρχόμενος παρὰ τῶν πολεμίων, ἄνευ ἀνακωχῆς, Ξεν. Ἀν. 3.3, 5, Πλάτ. Νόμ. 626Α· ἦν γὰρ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος ὑμῖν πρὸς τοὺς θεατὰς πόλεμος, Δημ. 314. 16· (πρβλ. ἄσπονδος)· ἀκ. ἔχθρα, Πλουτ. Περικλ. 30. 2) ἄνευ κήρυκος, τὸ ἀκ. τῆς ὁδοῦ, τὸ ὅτι τὸ ταξείδιον δὲν εἶχε προετοιμασθῇ διὰ κηρύκων, Ἀππ. Μιθρ. 104. - Ἐπίρρ. -τως, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ ἀνάγκη κήρυκος, Θουκ. 1.146, πρβλ. τὸ προηγ. ΙΙ. ὁ μὴ ὑπὸ κηρύκων ἀνακηρυχθεὶς νικητής, ἄδοξος, ἄγνωστος, Εὐρ. Ἡρακλ. 89, Αἰσχίν. 86. 37. ΙΙΙ. περὶ οὗ δὲν ἐκόμισεν ἀγγελίαν κῆρυξ, Σοφ. Τρ. 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non annoncé par un héraut : ἀκήρυκτος πόλεμος guerre soudaine, que l’on ne prend même pas le temps de déclarer HDT, ou guerre implacable, où l’on n’a même pas admis la déclaration du héraut XÉN ; en gén. ἀκήρυκτος ἔχθρα PLUT haine implacable;
2 non proclamé par un héraut ; sans gloire, obscur;
3 dont on n’entend pas parler, dont on ne reçoit pas de nouvelles.
Étymologie: ἀ, κηρύσσω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no declarado por heraldo πόλεμος Hdt.5.81, Pl.Lg.626a, D.C.46.35.5
inopinado, sin aviso de una asechanza AP 11.136 (Lucill.)
no dado a conocer, del que no se tiene noticia ἀ. μένει S.Tr.45, Διόνυσος Nonn.D.21.191, λέκτρα Nonn.D.8.309, ἔρωτες Nonn.D.48.653.
2 desconocido, oscuro, sin gloria σῶμα E.Heracl.89, ὑμεῖς ἀστεφάνωτοι καὶ ἀκήρυκτοι γίγνεσθε Aeschin.3.230.
II sin intervención de heraldo, sin cuartel πόλεμος X.An.3.3.5, ἄσπονδος καὶ ἀ. πόλεμος D.18.262, ἄσπονδος καὶ ἀ. ἔχθρα Plu.Per.30
subst. τὸ ἀ. hecho de no pedir una tregua τὸ ἀκήρυκτον τῆς ὁδοῦ App.Mith.104.
III adv. -ως
1 sin mediación de heraldos ἐφοίτων Th.1.146.
2 sin cuartel πολεμεῖν Poll.1.151; cf. ἀκηρυκτί.

Greek Monolingual

και -χτος, -η, -ο (Α ἀκήρυκτος, -ον)
αυτός που δεν προαναγγέλθηκε με κήρυκα, που έγινε χωρίς προειδοποίηση, ο ξαφνικός
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει αναγορευτεί νικητής από κήρυκες, ο άδοξος
2. αυτός, για τον οποίο δεν έφερε ο κήρυκας αγγελία, άγνωστος
3. φρ. «ακήρυκτος πόλεμος», πόλεμος, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν γίνονται δεκτοί κήρυκες με προτάσεις ειρήνης
4. επίρρ. ἀκηρύκτως
χωρίς τη μεσολάβηση κηρύκων (πρβλ. και ἀκηρυκτεί, ἀκηρυκτί).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κηρύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκηρυκτεί.

Greek Monotonic

ἀκήρυκτος: -ον (κηρύσσω), αυτός που δεν έχει προαναγγελθεί, αυτός που δεν έχει προκηρυχθεί, ἀκ. πόλεμος, αιφνίδιος, ξαφνικός πόλεμος, σε Ηρόδ.· αλλά επίσης κι ένας πολεμος στον οποίο δεν γίνεται δεκτός ένας κήρυκας, άτεγκτος, αδυσώπητος, σε Ξεν., Δημ.· επίρρ. -τως, άνευ της ανάγκης κήρυκα ή της σημαίας ανακωχής, σε Ευρ.
III. ο άνευ ειδήσεων, αυτός που δεν έχει ακουστεί, που δεν έχει κήρυκας κομίσει είδηση γι' αυτόν, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκήρυκτος: 1) не возвещенный глашатаем, т. е. начатый без предварительного объявления (πόλεμος Her. - ср. 2);
2) не допускающий парламентеров, т. е. непримиримый (πόλεμος Xen., Plat., Dem., Plut.; ἔχθρα Plut.);
3) не объявленный глашатаем (в качестве победителя), т. е. не стяжавший славы, безвестный (σῶμα Eur., ἀστεφἀνωτος καὶ ἀ. Aeschin.);
4) не дающий о себе знать, без вести пропавший: δέκα μῆνας ἀ. μένει Soph. десять месяцев он отсутствует, и нет о нем вестей.