κοπή

From LSJ
Revision as of 23:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπή Medium diacritics: κοπή Low diacritics: κοπή Capitals: ΚΟΠΗ
Transliteration A: kopḗ Transliteration B: kopē Transliteration C: kopi Beta Code: koph/

English (LSJ)

ἡ,

   A cutting, χόρτος εἰς κοπὴν καὶ ἐπινομήν POxy.499.15 (ii A. D.).    2 cutting in pieces, slaughter, LXX Jo.10.20, Ep.Hebr.7.1.    3 κ. τριχός, tax levied on γερδιοραβδισταί, PAmh.2.119.4 (200 A. D.), cf. PFay.58.7 (ii A. D.).    4 breaking up, [νεφῶν] Arist.Mu. 394a34.    5 pounding in a mortar, Alex.Aphr.Pr.1.67.    6 dressing of stone, CPHerm.127 (iii A. D.).    7 striking, minting, νομίσματος Inscr.Délos 461 Aa76 (ii B. C.).    8 divorce, Aq.De.24.3 (1).    II = κόπος 11, φλοίσβου μετὰ κοπήν S.Fr.479 codd. Eust. (sed leg. κόπον).

Greek (Liddell-Scott)

κοπή: ἡ, κτύπος, κτύπημα, σύγκρουσις, τῶν νεφῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 7. 2) σύντριψις, κοπάνισμα ἐντὸς ἰγδίου, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 67. 3) τομή, κατατομή, φόνος, σφαγή, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ζ΄, 1. ΙΙ. = κόπος ΙΙ, φλοίσβου μετὰ κοπὴν Σοφ. Ἀποσπ. 380.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 incision;
2 choc;
3 action de piler dans un mortier;
4 meurtre, carnage.
Étymologie: κόπτω.

English (Strong)

from κόπτω; cutting, i.e. carnage: slaughter.

English (Thayer)

κοπῆς, ἡ (κόπτω);
1. properly, several times in Greek writings the act of cutting, a cut.
2. in Biblical Greek a cutting in pieces, slaughter: Judith 15:7.

Greek Monolingual

η (ΑM κοπή) κόπτω
τομή, κόψιμοκοπή μετάλλων»)
νεοελλ.
1. ποίμνιο, κοπάδι
2. το κούρεμα τών προβάτων και η κατάλληλη εποχή που γίνεται αυτό
μσν.
1. σχήμα, κατατομή
2. περικοπή, μείωση
μσν.-αρχ.
σφαγή («κόπτοντες αὐτοὺς κοπὴν μεγάλην σφόδρα ἕως εἰς τέλος», ΠΔ)
αρχ.
1. κόψιμο μεταλλ. νομισμάτων, νομισματοκοπία
2. σύντριψη, κοπάνισμα σε γουδί
3. μόχθος, κόπος, ταλαιπωρία
4. χτύπημα, κρούση, σύγκρουση
5. διακοπή σχέσεων, διαζύγιο
6. λαβή ξίφους.

Greek Monotonic

κοπή: ἡ (κόπτω), κομμάτιασμα, σφαγή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κοπή:1) удар, столкновение (τῶν νεφῶν Arst.);
2) поражение, разгром (τῶν βασιλέων NT).