Ζ

From LSJ
Revision as of 06:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monotonic

Ζ: ζ , ζῆτα, τό, άκλιτο, το έκτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, ζʹ = ἑπτά και ἕβδομος [το απαρχαιωμένο ςʹ («στίγμα»), δηλ. το Ϝ, βαῦ, το οποίο συνήθως ονομάζουμε δίγαμμα, διατηρήθηκε για να παριστά τα ἕξ, ἕκτος· αλλά ͵ζ = 7.000. Το Ζ ζ προέκυψε από τη σύνθεση σ και δ, με αποτέλεσμα στην Αιολ. να γίνεται σδ, όπως Σδεύς, κωμάσδω, ψιθυρίσδω αντί Ζεύς, κωμάζω, ψιθυρίζω· αντιστρόφως, στην Αττ. το σδ γίνεται ζ, π.χ. Ἀθήναζε, θύραζε αντί Ἀθήνασδε, θύρασδε. Αλλά το σ συχνά δεν εμφανίζεται στην Αιολ., όπου ζά = διά, βλ. ζά, ζα-· ομοίως στην Αιολ. και Δωρ. το ζ γίνεται δ, καθώς έχουμε τους τύπους Δεύς, Δάν αντί Ζεύς, Ζάν· ο τύπος όμως δορκάς = ζορκάς· κατά τον ίδιο τρόπο έχουμε επίσης τον τύπο ἀρίζηλος αντί ἀρίδηλος· επίσης, ἀλαπαδνός από το ἀλαπάζω, παιδνός από το παίζω· στη Δωρ., όταν το ζ βρίσκεται στο μέσο λέξεως γίνεται δδ, όπως στους τύπους θερίδδω αντί θερίζω, μάδδα αντί μᾶζα. Το ζήτα, επειδή είναι διπλό σύμφωνο, καθιστά το βραχύ φωνήεν που βρίσκεται στο τέλος της προηγούμενης συλλαβής, θέσει μακρό. Ο Όμηρος όμως χρησιμ. σε δύο περιπτώσεις ως βραχύ το φωνήεν που βρισκόταν πριν από φθόγγο ζ· και οι δύο λέξεις που άρχιζαν με το ζ ήταν κύρια ονόματα, τα οποία δεν θα μπορούσαν διαφορετικά να υπηρετήσουν το δακτυλικό εξάμετρο· ἄστῠ Ζελείης, ὑλήεσσᾰ Ζάκυνθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Ζ, ζ, τό (ζῆτα), indecl., zeta (zesde letter van het Griekse alfabet; uitgesproken als /sd/ of /ds/); als getal: ζʹ = 7, ͵ζ = 7000 (voor het getal 6 zie de letter wau, na de epsilon).