καχεξία

From LSJ
Revision as of 07:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰχεξία Medium diacritics: καχεξία Low diacritics: καχεξία Capitals: ΚΑΧΕΞΙΑ
Transliteration A: kachexía Transliteration B: kachexia Transliteration C: kacheksia Beta Code: kaxeci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bad habit of body, opp. εὐεξία, Hp.Aph.3.31 (pl.), Pl.Grg.450a, Arist.EN1129a20, PSI6.632.8 (iii B.C.); distd. from κακοχυμία, Gal. 10.263.    2 of the mind, bad disposition, disaffection, Diph.24, Nicol.Com.1.12, Plb.5.87.3, Hierocl.in CA7p.430M.: play on both meanings in Str.14.5.14.    3 in Lit. Crit., bad style, κ. τῆς ἑρμηνείας Phld.Rh.1.188 S., al.: pl., ib.189 S.

German (Pape)

[Seite 1409] ἡ, schlechter Zustand, bes. schlechte Beschaffenheit des Leibes u. der Gesundheit; σωμάτων, Ggstz εὐεξία, Plat. Gorg. 450 a; Arist. part. anim. 3, 5; Sp., bes. Medic. – Uebertr., üble Gesinnung, schlechte Denkart, Diphil. bei Ath. VI, 254 f; καὶ ῥᾳθυμία Pol. 5, 87, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰχεξία: ἡ, (ἕξις), κακὴ κατάστασις τοῦ σώματος, ἀντίθ. τῷ εὐεξία, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλάτ. Γοργ. 450Α, Ἀριστ., κτλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, κακὴ διάθεσις, κακὴ κατάστασις, Δίφιλ. ἐν «Γαμ.» 1, Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12, Πολύβ. 5. 87, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvaise constitution physique.
Étymologie: κακός, ἔχω.

Greek Monolingual

η (ΑΜ καχεξία)
ιατρ. βαριά διαταραχή και εξασθένηση όλων τών λειτουργιών της θρέψης
αρχ.
1. μτφ. (για την ψυχή) κακή διάθεση, δυσαρέσκεια
2. (ως φιλολογικός όρος)
το κακό ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχέκτης. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cachexia < υστερολατ. cachexia < καχεξία < καχό- (πρβλ. κακ-ο-) + -ἑξία < -έκτης < ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω)].

Greek Monotonic

κᾰχεξία: ἡ (ἕξις), κακή κατάσταση σώματος, αντίθ. προς το εὐεξία, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

καχεξία:1) плохое состояние, болезненность (τῶν σωμάτων Plat.; κ. νόσῳ ἀκολουθεῖ Arst.);
2) дурное настроение Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καχεξία -ας, ἡ, Ion. κακεξίη [κακός, ἔχω] slechte conditie.