λῶμα

From LSJ
Revision as of 03:20, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῶμα Medium diacritics: λῶμα Low diacritics: λώμα Capitals: ΛΩΜΑ
Transliteration A: lō̂ma Transliteration B: lōma Transliteration C: loma Beta Code: lw=ma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A hem, fringe, border, of a robe, LXXEx.28.29(33), al.:—Dim. λωμάτιον, τό, AP11.210 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 76] τό, Saum, Vorstoß, unten am Kleide, LXX.; Hesych. auch ἐπίβλημα erkl.

Greek (Liddell-Scott)

λῶμα: τό, τὸ κράσπεδον, ἡ ᾤα, ἡ ἄκρα τοῦ ἐνδύματος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 29), Ἐκκλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λῶμα˙ ῥαφή, κλωσμός, ἡ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου…». ― Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολόγον (570. 53): «λῶμα τὸ γυναικεῖον, ὃ ὑπὸ Ἀττικῶν ὄχθοβος (ἢ ὄχθοιβος) λέγεται τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου ἐπίβλημα ἐκ βύσσου καὶ πορφύρας, κτλ.»˙ ― ὑποκοριστ. λωμάτιον, τό, Ἀνθ. Π. 11. 210.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
frange ou lisière, bordure d’un vêtement.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

το (AM λώμα, -ατος)
νεοελλ.
ναυτ. σχοινί που ράβεται γύρω γύρω από το ιστίο για να το ενισχύσει και να το προφυλάξει από τον άνεμο, κν. γραντί
μσν.
κλωστή, νήμα
αρχ.
1. το κράσπεδο, η άκρη του ενδύματος, η ούγια («καὶ ποιήσεις ὑπὸ τὸ λῶμα τοῡ ὑποδύτου κάτωθεν, ὡσεὶ ἐξανθούσης ῥόας ῥοΐσκους ἐξ ὑακίνθου», ΠΔ)
2. περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον τ. εὔληρα (δωρ. τ. αὔληρα) «ηνία», λατ. lorum «ιμάντας, λουρί» και αρμ. lar «δεσμός, σχοινί». Κατ' άλλους, όμως, η λ. ανήκει στην οικογένεια της ΙΕ ρίζας wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» (πρβλ. εἴλω). Έχουν διατυπωθεί, τέλος, και απόψεις —όχι πολύ πιθανές— κατά τις οποίες η λ. λώμα συνδέεται με αρχ. ινδ. lūna- «αποκομμένος, αποχωρισμένος» ή με λώπη «ιμάτιο, σάλι» ή με τσεχ. lem «κρόσι»].

Greek Monotonic

λῶμα: -ατος, τό, άκρη ενδύματος· υποκορ. λωμάτιον, τό, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: hem, fringe, border of cloths (LXX Ex.)
Derivatives: -λωμάτιον (AP); acc. to EM = τὸ γυναικεῖον, ο ὑπὸ Ἀττικῶν ὄχθοβος λέγε-ται ... καὶ τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου ἐπίβλημα; acc. to H. also = ῥαφή, κλωσμός. - Besides ἀσύλλωτοι, of ὦμοι shoulders (Call. Dian. 213), prop. not fixed together, -twisted, i.e. uncovered; εὔλωστοι εὑυφεῖς, λωστοί ἐρραμμένοι, ἄλωστοι ἄρραφοι, λωισμόν λῶμα H.; s. Danielsson IF 4, 162ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: By Bezzenberger BB 5, 315 λῶμα is connected with εὔληρα, αὔληρα rein, Lat. lōrum id., with Arm. lar 'noose, cord'; on the suffixvariation λῶ-μα : lōrum cf. e.g. γνῶ-μα: γνώ-ρ-ιμος, κλῆ-μα: κλῆ-ρος. The words mentioned have all been connected with the root u̯el- turn, wind, twist, in Greek.further in εἰλέω (cf. Frisk Eranos 40, 87ff.; λῶμα: ἴλλω as πτῶμα: πίπτω. But εὐληρα is Pre-Greek, s.v. - Diff. on λῶμα Scheftelowitz KZ 53, 268 (to Skt. lūná- cut off), Specht KZ 68, 126 (to λώπη with variation π : μ, which is wrong), Machek Studia in hon. Acad. d. Děcev 51 (to Tchech. lem fringe); all unconvincing. Cf. λωτις, λωστυς. Not cognate is λώδιξ woven cover (from Lat. lōdīx; s. W.-Hofmann s. v.).