ἀποσύρω

From LSJ
Revision as of 11:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσύρω Medium diacritics: ἀποσύρω Low diacritics: αποσύρω Capitals: ΑΠΟΣΥΡΩ
Transliteration A: aposýrō Transliteration B: aposyrō Transliteration C: aposyro Beta Code: a)posu/rw

English (LSJ)

[ῡ],

   A tear away, S.Fr.416, EM127.19; φλυκταίνας Philum. Ven.33.3; τὸ -σεσυρμένον torn flesh, Gal.13.457, cf. Orib.44.18.2 (Pass.); τὰς ἐπάλξεις Th.7.43; but τοὺς πολεμίους (sc. ἀπὸ τοῦ τείχους) Plb.10.15.1; lay bare, strip, μέτωπον ἐς ὀστέον Theoc.22.105, τὴν ἐπιπολῆς γῆν Plb.34.10.10; skim off, τὸ πιμελῶδες Sor.2.13.

German (Pape)

[Seite 328] abziehen, abreißen, ἀπέσυρε Theocr. 42, 105; übh. wegschaffen, τὰς ἐπάλξεις Thuc. 7, 43; τὴν ἐπιπολῆς γῆν Pol. 34, 10, 10; τοὺς πολεμίους 10, 15, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσύρω: [ῡ]: μέλλ. σῠρῶ: ― ἀποσπῶ, Φερεκύδ. 57, Σοφ. Ἀποσπ. 365, τὰς ἐπάλξεις Θουκ. 7. 43· ἐκδέρω, «γδέρνω», μέτωπον ἐς ὀστέον Θεόκρ. 22.105· σκάπτω, ἀφαιρῶ, τὴν ἐπιπολῆς γῆν Στράβ. 208.

French (Bailly abrégé)

enlever en rasant, raser (une palissade).
Étymologie: ἀπό, σύρω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῡ-]
1 separar, arrancar τὰς ἐπάλξεις Th.7.43, D.S.20.48, cf. S.Fr.416 (var.), Polyaen.Exc.2.22.1, EM 127.19G.
part. perf. pas. subst. τὸ ἀποσεσυρμένον la carne arrancada Orib.44.15.2
fig. alejar τοὺς πολεμίους de las murallas, Plb.10.15.1.
2 desgarrar, abrir μέτωπον ἐς ὀστέον Theoc.22.105, τὴν ἐπιπολῆς γῆν Plb.34.10.10, Str.4.6.12
sajar unas fístulas, Philum.Ven.33.2.

Greek Monolingual

κ. σέρνω (AM ἀποσύρω)
νεοελλ.
1. σύρω προς τα πίσω, απομακρύνω, αποτραβώ
2. σέρνω, τραβώ προς τα έξω
3. παίρνω πίσω αυτό που έχω καταθέσει (χρήματα, αγωγή, μήνυση κ.λπ.)
απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποτραβιέμαι, παραιτούμαι
αρχ.
αποσπώ, απογυμνώνω.

Greek Monotonic

ἀποσύρω: [ῡ], μέλ. -σῠρῶ·
I. αποσπώ, αποσχίζω, σε Θουκ.
II. γδέρνω, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσύρω: (ῡ)1) срывать (τὰς ἐπάλξεις Thuc.);
2) раздирать (μέτωπον ἐς ὀστέον Theocr.);
3) разрывать, выравнивать (τὴν ἐπιπολῆς γῆν Polyb.);
4) сметать, прогонять (τοὺς πολεμίους Polyb.).

Middle Liddell


I. to tear away, Thuc.
II. to lay bare, Theocr.