ἐφέδρα

From LSJ
Revision as of 12:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφέδρα Medium diacritics: ἐφέδρα Low diacritics: εφέδρα Capitals: ΕΦΕΔΡΑ
Transliteration A: ephédra Transliteration B: ephedra Transliteration C: efedra Beta Code: e)fe/dra

English (LSJ)

Ion, ἐπέδρη, ἡ,

   A sitting by or before a place: hence, siege, blockade, Hdt.1.17; ἐπέδρην ποιήσασθαι Id.5.65; observation of a besieged place, Ath.Mech.18.14 (pl.).    2 sitting upon, Pl.Plt. 288a.    II stable, Phleg.Mir.3.    2 base, Hero Spir.1.30.    3 surface of a threshold, Rev.Phil.44.249 (Didyma, ii B.C.).    III a plant, = ἵππουρις, Hsch., Plin.HN26.36, Ps.-Dsc.4.46.

German (Pape)

[Seite 1113] ἡ, das Dabeisitzen, die Belagerung, Her. 1, 17. 5, 65, in ion. Form ἐπέδρη. – Das Daraufsitzen, Plat. Polit. 288 a. – Eine Pflanze, = ἵππουρις, Hesych.; vgl. Plin. H. N. 26, 7, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέδρα: Ἰων. ἐπέδρη, ἡ, τὸ ἐφεδρεύειν, παραμένειν πλησίον τόπου τινός· ἐντεῦθεν, πολιορκία, ἀποκλεισμός, Λατ. obsessio, Ἡρόδ. 1. 17· ἐπέδρην ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 5. 65. 2) κάθισις ἐπί τινος πράγματος, Λατ. insessio, διότι πᾶν ἕνεκά τινος ἐφέδρας ἐστὶ πλάτ. Πολιτικ. 288Α. ΙΙ. σταθμός, «στάβλος», Χρησ. παρὰ Φλέγ. ἐν Θαυμασ. 3. 2) βάσις, Ἥρων Πνευμ. σ. 183. ΙΙΙ. «πόα τις, ἣν καὶ ἵππουριν καλοῦσι» Ἡσύχ., Πλίν. 26. 20.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d’assiéger.
Étymologie: ἐπί, ἕδρα.

Greek Monolingual

η (Α ἐφέδρα, ιων. τ. επέδρη)) εφέζομαι
νεοελλ.
γένος γυμνόσπερμων φυτών, το μόνο μέλος της οικογένειας εφεδρίδες και της τάξης εφεδρώδη
αρχ.
1. το να κάθεται κάποιος πάνω σε ένα μέρος, το καθισιό
2. πολιορκία, αποκλεισμός («ἐπέδρην ποιήσασθαι», Ηρόδ.)
3. περιφρούρηση πολιορκημένου μέρους
4. βάση, υποστήριγμα
5. (για άλογα) στάβλος
6. η επιφάνεια του κατωφλιού
7. βοτ. το φυτό ίππουρις.

Greek Monotonic

ἐφέδρα: Ιων. ἐπ-έδρη, ἡ, παραμονή σε ή μπροστά από τόπο, πολιορκία, αποκλεισμός, Λατ. obsessio, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφέδρα: ион. ἐπέδρη
1) сидение (ὄχημα ἕνεκά τινος ἐφέδρας ἐστί Plat.);
2) осада (ἐπέδρην ποιεῖσθαι Her.).

Middle Liddell


a sitting by or before a place: a siege, blockade, Lat. obsessio, Hdt.