περίμετρος

From LSJ
Revision as of 13:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίμετρος Medium diacritics: περίμετρος Low diacritics: περίμετρος Capitals: ΠΕΡΙΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: perímetros Transliteration B: perimetros Transliteration C: perimetros Beta Code: peri/metros

English (LSJ)

ον, (μέτρον)

   A very large, Hom., only in Od., as epith. of Penelope's web, ἱστὸν . . ὕφαινε λεπτὸν καὶ π. 2.95, cf. 19.140; later, of bulk, π. δέμας, κήτεα, Opp.H.3.190, 5.47.    2 well fitting, of a garment, Aristaenet.1.1.    II -μετρος (sc. γραμμή), ἡ, = περίμετρον, Arist.Mir.838b21, Thphr.HP4.12.4, PLille1.4 (iii B.C.), Plb.1.56.4, Phld.Sign.1, Str.2.5.4.

German (Pape)

[Seite 583] ἡ, sc. γραμμή, wie διάμετρος, Ummesser, Pol. 1, 56, 7 u. öfter, u. Folgde; γῆς, Luc. V. H. 2, 31; D. Sic. 2, 54. über das Maaß hinaus, sehr groß; ἱστόν, Od. 2, 95. 19, 140. 24, 130, was Andere εὔκυκλον, rund, erklärten; Sp., wie Luc. V. H. 2, 40; δέμας, Opp. Hal. 3, 190; κήτεα, 5, 47; auch rings im Kreise umgebend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίμετρος: -ον, (μέτρον) ὡς τὸ ὑπέρμετρος, ὑπερβολικός, εἴτε κατὰ μέγεθος εἴτε κατὰ κάλλος, Ὁμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ὡς ἐπίθ. τοῦ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης, ἱστὸν ... ὕφαινεν καὶ π. Β. 95, Τ. 140, Ω. 130, πρβλ. Ἀρισταίν. 1. 1· - μεταγεν., καθαρῶς ἐπὶ μεγέθους, π. δέμας, κήτεα Ὀππ. Ἁλ. 3. 190., 5. 47· πλόος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 21. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 mesuré en rond tout autour, càd rond ou d’égale mesure;
2 qui dépasse la mesure, càd d’une beauté extraordinaire;
II. qui mesure tout autour : ἡ περίπετρος (γραμμή) ligne formant le contour ; circonférence, périmètre ; τὸ περίμετρον m. sign.
Étymologie: περί, μέτρον.

English (Autenrieth)

beyond measure, exceedingly large. (Od.)

Greek Monolingual

(I)
η, ΝΜΑ
το μήκος μιας κλειστής καμπύλης (α. «η περίμετρος του κύκλου είναι 2πR, όπου R η ακτίνα του» β. «τὴν περίμετρον τριῶν σταδίων», Θεόφρ.
γ. «τοῡτο δ' ἐστὶν ἡ περίμετρος τῆς γῆς», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. περίμετρος.
(II)
-ον, Α
1. υπέρμετρος, πολύ μεγάλος («ἱστόν... ὕφαινε καὶ περίμετρον», Ομ. Οδ.)
2. πολύ μακρινός
3. (για ένδυμα)
εφαρμοστός
4. το θηλ. ως ουσ. βλ. περίμετρος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -μετρος (< μέτρον)].

Greek Monotonic

περίμετρος: -ον (μέτρον
I. υπερβολικός στο μέγεθος ή την ομορφιά, πολύ μεγάλος ή πολύ όμορφος, λέγεται για τον ιστό της Πηνελόπης, σε Ομήρ. Οδ.
II. περίμετρος (ενν. γραμμή), ἡ = περίμετρον, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

περίμετρος: II ἡ (sc. γραμμή) Polyb., Luc., Diod. = περίμετρον.
чрезвычайно большой, непомерный, огромный (ἱστός Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίμετρος -ον [περί, μέτρον] zeer groot; subst. ἡ περίμετρος = τὸ περίμετρον omtrek.

Middle Liddell

περίμετρος, ον, μέτρον
I. excessive, in size or beauty, very large or very beautiful, of Penelope's web, Od.
II. περίμετρος (sc. γραμμή), = περίμετρον, Polyb.