ἐκροή
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ἡ, (ἐκρέω)=ἔκροος I, Pherecyd.Syr.7, Pl.Grg.494b (pl.), Jul.Or.2.64d. II = ἔκροος II, Hp.Epid.2.1.7(pl.), Arist.Mete.356a10, Pl.Phd.112d, al.; περὶ τὰς ἐκροάς the places of efflux, in the human body, Arist.PA688b28.
German (Pape)
[Seite 778] ἡ, der Ausfluß, wie ἔκροος, Plat. Gorg. 494 b; Arist. mund. 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκροή: ἡ, (ἐκρέω) = ἔκροος Ι, Πλάτ. Γοργ. 494C. κ. ἀλλ. ΙΙ. = ἔκροος ΙΙ, Ἱππ. 1004Η, Πλάτ. Φαίδων 112D, κ. ἀλλ.· περὶ τὰς ἐκροάς, τὰ μέρη ἔνθα γίνονται αἱ ἐκροαὶ ἐν τῷ σώματι τοῦ ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 42.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 écoulement;
2 cours, courant (d’un fleuve).
Étymologie: ἐκρέω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): -ά CID 2.43.63 (IV a.C.)
I 1derrame, descarga, salidade fluidos, Pl.Grg.494b, Lg.761b, 844c, Thphr.HP 9.2.6, Fr.159, Aristid.Or.36.7, 11, Steph.in Gal.Glauc.188, del semen, Pl.Ti.91b, Pherecyd.Syr.B 7
•tb. del aire espiración, exhalación ὁ πνεύμων χρῆται πρὸς τὴν τοῦ πνεύματος ἐκροήν τοῦ πνεύματος Poll.2.219.
2 caudal, corriente, curso τῶν ποταμῶν Arist.Mu.399a27, cf. Mete.356a10, Iul.Or.3.64d, τῶν ὑδάτων D.S.11.25
•chorro de agua, Aen.Gaz.Ep.25.
II concr.
1 boca de salida de una corriente de agua πάντα δὲ ὑποκάτω εἰσρεῖ τῆς ἐκροῆς todas (las corrientes) desembocan por debajo del punto en que emergen Pl.Phd.112d, ref. la desembocadura de ríos Placit.4.1.1, D.C.39.61.1, Epit.Xiph.14.1, de un lago, D.C.Epit.7.20.7.
2 conducto, vía de evacuación de los humores corporales, Hp.Epid.2.1.7
•orificio de salida en el cuerpo de los mamíferos, Arist.PA 688b28.
3 desagüe, conducto de evacuación τῶν κρηνῶν εἰς τὸ ἕλος ἐ. CID l.c.
Greek Monolingual
η (AM ἐκροή)
έκρυση, εκβολή, απομάκρυνση («εκροή τών νερών της βροχής»)
αρχ.
1. άνοιγμα για εκροή υγρών, διέξοδος
2. συνεκδ. τα μέρη του σώματος απ' όπου γίνονται εκρύσεις (βλ. και έκρους).
Greek Monotonic
ἐκροή: ἡ (ἐκρέω), = ἔκροος, σε Πλάτ.· ροή, απορροή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκροή: ἡ Plat., Arst. = ἔκροος.