συνδιαλύω
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
English (LSJ)
A help in putting an end to, τὰς ταραχάς Isoc.4.134. 2 Med., help to pay, Luc.Dem.Enc.45, Aristid.2.456J. II Pass., to be dissipated, melt away with, δόξα τισὶν ὁμοῦ -ομένη Plu.2.823e; to be abolished at the same time, ἡ τυραννὶς -εται Aen.Gaz.Thphr.p.58B.
German (Pape)
[Seite 1007] (s. λύω), mit, zugleich, zusammen auflösen, versöhnen, ausgleichen; τὰς ταραχάς, Isocr. 4, 134; Dem. 33, 17; Sp.; – im med. bezahlen, Luc. Dem. enc. 45.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαλύω: μέλλ. -λύσω, βοηθῶ εἰς διάλυσιν, καθησυχάζω ὁμοῦ, καταπαύω, τὰς ταραχὰς Ἰσοκρ. 68C, 2) συνδιαλλάττω, συμφιλιώνω, Δημ. 897. 28. 3) Μέσ., συνεισφέρω πρὸς ἐξόφλησιν, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 45. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., διαλύομαι, ἐξαφανίζομαι ὁμοῦ μετά τινος, συναναλίσκομαι, ὁμοῦ τινι Πλούτ. 2. 823Ε.
French (Bailly abrégé)
1 aider à faire cesser en même temps (des troubles);
2 perdre ou dissiper avec, τινι;
Moy. συνδιαλύομαι aider à payer.
Étymologie: σύν, διαλύω.
Greek Monolingual
ΜΑ
παθ. συνδιαλύομαι
α) διαλύομαι μαζί η ταυτόχρονα με άλλον
β) καταλύομαι ταυτόχρονα με άλλον
αρχ.
1. καταπαύω κάτι μαζί με άλλον («τὰς διὰ τύχην αὐτῷ γεγενημένας ταραχὰς συνδιαλύειν ἐπιχειροῡμεν», Ισοκρ.)
2. μέσ. συνεισφέρω και εγώ στην εξόφληση μιας οφειλής.
Greek Monotonic
συνδιαλύω: μέλ. -λύσω [ῡ],
1. βοηθώ στην κατάπαυση, στο καταλάγιασμα, καθησυχάζω, σε Ισοκρ.
2. βοηθώ στην καταλλαγή, τη συμφιλίωση, συμφιλιώνω, σε Δημ.
3. Μέσ., συνεισφέρω στην εξόφληση, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαλύω: 1) вместе прекращать, помогать прекратить (τὰς ταραχάς Isocr.);
2) помогать примирению, примирять Dem.;
3) одновременно расточать, вместе терять Plut.;
4) med. помогать нести расходы, вместе оплачивать (τινὶ τοὺς ἐράνους Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διαλύω act. helpen (iets) tot een einde te brengen, met acc.. Isocr. 4.134. med. helpen afbetalen, helpen inlossen, helpen aflossen, met dat. en acc.. οἷς τοὺς ἐράνους συνδιελυσάμην (de vaders) die ik geholpen heb hun leningen terug te betalen [Luc.] 58.45.
Middle Liddell
fut. -λύσω
1. to help in putting an end to, Isocr.
2. to help in reconciling, Dem.
3. Mid. to help to pay, Luc.