μεσουράνημα

From LSJ
Revision as of 12:40, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσουρᾰνημα Medium diacritics: μεσουράνημα Low diacritics: μεσουράνημα Capitals: ΜΕΣΟΥΡΑΝΗΜΑ
Transliteration A: mesouránēma Transliteration B: mesouranēma Transliteration C: mesouranima Beta Code: mesoura/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A culmination, Str.3.5.8, Cleom.2.1, Ptol. Alm.8.4, Theo Sm.p.159 H., etc.    2 mid-heaven, zenith, Apoc.8.13, al.    3 μ. κόσμου title of Aries as having been on the meridian at the Creation, Vett.Val.5.26.    4 name of the tenth τόπος, Paul. Al.N.1.

German (Pape)

[Seite 140] τό, der Stand der Sonne mitten am Himmel, S. Emp. adv. astrol. 12.

Greek (Liddell-Scott)

μεσουράνημα: τό, ὅτανἥλιος εὑρίσκηται ἐν τῷ μέσῳ τοῦ οὐρανοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 12. 2) τὸ μέσον τοῦ μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ διαστήματος, καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἀγγέλου πετομένου ἐν μεσουρανήματι Ἀποκάλ. 8. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
situation d’un astre (particul. du soleil) parvenu au méridien ; le méridien ; zénith.
Étymologie: μεσουρανέω.

English (Strong)

from a presumed compound of μέσος and οὐρανός; mid-sky: midst of heaven.

English (Thayer)

μεσουρανηματος, τό (from μεσουρανέω; the sun is said μεσουράνειν to be in mid-heaven, when it has reached the meridian), mid-heaven, the highest point in the heavens, which the sun occupies at noon. where what is done can be seen and heard by all: Manetho, Plutarch, Sextus Empiricus.)

Greek Monolingual

και μεσουράνισμα, το (ΑM μεσουράνημα, Μ και μεσουράνισμα) μεσουρανώ
η θέση του Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα στο μέσο του ουρανού («εἶτ' ἐπιβαίνειν πάλιν ἕως τοῦ ὑπὸ γῆν μεσουρανήματος», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. το ύψιστο σημείο ακμής, ο Κολοφώνας, το κορύφωμα δράσης, κατάστασης, επιτυχίας ή δόξας, το άκρον άωτον («ο θάνατος τον πήρε πάνω στο μεσουράνημα της δόξας του»)
αρχ.
1. (στην Αγία Γραφή) ο χώρος μεταξύ ουρανού και γης («ἤκουσα ἑνὸς ἀετοῦ πετομένου ἐν μεσουρανήματι», ΚΔ)
2. αστρολ. χαρακτηρισμός του αστερισμού Κριού, επειδή πιστευόταν ότι βρισκόταν στον μεσημβρινό κατά τη δημιουργία του κόσμου
3. αστρολ. ονομασία του δέκατου τόπου.

Greek Monotonic

μεσουράνημα: τό (οὐρανός), ο χώρος μεταξύ γης και ουρανού, το ενδιάμεσο της ατμόσφαιρας, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

μεσ-ουράνημα, ατος, τό, οὐρανός
mid-heaven, mid-air, NTest.