ἀνακαινίζω

From LSJ
Revision as of 13:05, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακαινίζω Medium diacritics: ἀνακαινίζω Low diacritics: ανακαινίζω Capitals: ΑΝΑΚΑΙΝΙΖΩ
Transliteration A: anakainízō Transliteration B: anakainizō Transliteration C: anakainizo Beta Code: a)nakaini/zw

English (LSJ)

   A renew, τὸν πόλεμον Plu.Marc.6, cf. App.Mith.37: οἶκον Hsch.Mil.4.33; revive legend, Str.2.1.9: metaph., ἀ. εἰς μετάνοιαν Ep.Hebr.6.6:—Pass., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8; ὑποθέσεις Just.Nov.111.1.

German (Pape)

[Seite 190] erneuern, ἔχθρα ἀνακεκαινισμένη Isocr. 7, 8; πόλεμον Plut. Marcell. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαινίζω: ἀνανεώνω, τὸν πόλεμον Πλουτ. Μάρκελλ. 6, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 37: ― Παθ., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Ἰσοκρ. 141D.

French (Bailly abrégé)

renouveler.
Étymologie: ἀνά, καινίζω.

Spanish (DGE)

1 renovar τὸν πόλεμον Plu.Marc.6, App.Mith.37, τῆς Ἀρτέμιδος οἶκον ἀνεκαίνισεν Hsch.Mil.33, ἀνεκαίνισαν δὲ καὶ τὴν Ὁμηρικὴν τῶν Πυγμαίων γερανομαχίαν trajeron de nuevo a colación la lucha homérica de los pigmeos con las grullas Str.2.1.9, ὑποθέσεις Iust.Nou.111.1
en v. pas. τῆς ἔχθρας τῆς πρὸς βασιλέα πάλιν ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8, λύπη LXX 1Ma.6.9, ἀνεκεν(ί)σθι ὁ ναὸς ἱ ὑπεραγία (sic) MAMA 7.190 (Hadrianópolis).
2 fig. en lit. crist. renovar espiritualmente por la penitencia πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν Ep.Hebr.6.6, cf. Herm.Sim.9.14.3, por el perdón de los pecados ἀνακαινίσας ἡμᾶς ἐν τῇ ἀφέσει τῶν ἁμαρτιῶν Ep.Barn.6.11, por el bautismo ἀνακαινισθῆναι· τουτέστι, καινὸν γενέσθαι Chrys.M.63.79, cf. Luc.Philopatr.12, Meth.Symp.8.10, 3.9.

English (Strong)

from ἀνά and a derivative of καινός; to restore: renew.

English (Thayer)

(καινός); to renew, renovate (cf. German auffrischen): τινα εἰς μετάνοιαν so to renew that he shall repent, Isocrates Arcop. 3; Philo, leg. ad Gaium § 11; Josephus, Antiquities 9,8, 2; Plutarch, Marcell c. 6; Lucian, Philop c. 12; the Sept. Winer's De verb. comp. Part iii., p. 10.

Greek Monolingual

ἀνακαινίζω)
μσν.- νεοελλ.
1. κάνω και πάλι καινούργιο κάτι που πάλιωσε, ανανεώνω, επισκευάζω
2. (για ναούς) ανοικοδομώ
νεοελλ.
μεταρρυθμίζω προς το καλύτερο, βελτιώνω
αρχ.-μσν.
κάνω κάτι να αναβιώσει, αναζωπυρώνω, ξαναζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + καινίζω.
ΠΑΡ. ανακαίνιση (-ις), ανακαινισμός, ανακαινιστής
νεοελλ.
ανακαινιστικός].

Greek Monotonic

ἀνακαινίζω: μέλ. -σω = ἀνακαινόω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακαινίζω: возобновлять (πόλεμον Plut.; ἔχθρα ἀνακεκαινισμένη Isocr.).

Chinese

原文音譯:¢nakain⋯zw 安那-開你索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向上-新(化) 相當於: (חָדַשׁ‎)
字義溯源:重建,更新,重新;由(ἀνά)*=上,回復)與(καινός)*=新)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 重新(1) 來6:6