ζά
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
[ᾰ], Aeol. for διά, rarely as Prep.,
A ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν Theoc.29.6, cf. IG12(2).484.3 (Mytil.); ζὰ νυκτός ap.Jo.Gramm.Comp.3.3; ζὰ χῶρις ἔχην Sapph.Oxy.1787 Fr.3ii 18; ζαβάλλω, ζάημι, etc. 2 as Prefix (cf. διά), very, in Ep. Adjs., ζαής, ζάθεος, ζάκοτος, etc.; cf. ζαμενέω, ζάπλουτος, ζάφελος.
Greek (Liddell-Scott)
ζά: ᾰ, Αἰολ. ἀντὶ διά, ἀλλὰ σπανίως ἐν χρήσει ὡς πρόθ., ζὰ τὰ σὰν ἰδέαν Θεόκρ. 29. 6, Meineke· ζὰ νυκτός, παρ’ Ἰω. Γραμμ. π. Διαλ. σ. 384· οὕτω καὶ ἐν τοῖς Αἰολ. συνθέτοις ζαβάλτω, ζάβατος, ζάδηλος, ζαελαξάμην, ζάημι, ζανεκῶς, ζύγρα (ἴδε τὰς λέξ.)· οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. Λατίνοις, zabolus ἀντὶ diabolus, zeta = δίαιτα. ΙΙ. ζα- ἀχώριστον προθεματικὸν μόριον, = δα-, ὡς τὰ ἀρι-, ἐρι-, ἀγα-, πολύ· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τοῖς ἐπιθέτοις ζαής, ζάθεος, ζάκοτος, ζαμενής, ζατρεφής, ζαφλεγής καὶ ζαχρηής, ἴσως ὡσαύτως ἐν τῷ ἐπιζάφελος. Ὁ Ἡσ. ὡσαύτως ἐν τῷ παραγώγῳ ῥήματι ζαμενέω· παρ’ Ἡροδ. ἐν τῷ ἐπιθέτῳ ζάμπλουτος.
French (Bailly abrégé)
éol. c. διά.
Greek Monotonic
ζά: [ᾰ],
I. Αιολ. αντί διά· ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν, σε Θεόκρ. II.ζα-, αχώριστο πρόθεμα = δα-, ἀρι-, ἐρι-, πολύ, αρκετά, όπως στα ζά-θεος, ζά-κοτος, ζα-μενής κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ζά:
I (ᾰ) эол. = διά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζά Aeol. voor διά.
Middle Liddell
[aeolic for διά]
ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν Theocr.
Frisk Etymology German
ζά: {zá}
Forms: äolische Form von διά,
Meaning: meistens verstärkend in ep. Kompp. wie ζαής (s. d.), ζάθεος sehr göttlich, hochheilig, ζάκοτος sehr zornig, Ζάλευκος PN.
Etymology : Weil für ζα- unter unklaren Bedingungen δα- eintrat, findet sich durch umgekehrte Schreibung bzw. Aussprache auch ζα- für erwartetes δα-, z. B. in ζάπεδον für δάπεδον, ζακόρος für *δακόρος, wohl auch in ζακρυόεις; s. dd. — Schwyzer 330f., Schwyzer-Debrunner 449, Chantraine Gramm. hom. 1, 169; weitere Lit. bei Risch Mus. Helv. 3, 255 A. 2.
Page 1,606