ὑπογνάμπτω

From LSJ
Revision as of 16:53, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπογνάμπτω Medium diacritics: ὑπογνάμπτω Low diacritics: υπογνάμπτω Capitals: ΥΠΟΓΝΑΜΠΤΩ
Transliteration A: hypognámptō Transliteration B: hypognamptō Transliteration C: ypognampto Beta Code: u(pogna/mptw

English (LSJ)

   A bend, ψυχῆς ὁρμήν h.Mart.13.

German (Pape)

[Seite 1213] unten herumbiegen, allmälig, unvermerkt umbiegen, H. h. 7, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπογνάμπτω: μέλλ. -ψω, γνάμπτω, κάμπτω ἠρέμα καὶ κατὰ μικρόν, ψυχῆς ὁρμὴν Ὕμν. Ὁμ. 7. 13, πρβλ. ὑποκάμπτω.

French (Bailly abrégé)

courber ou faire fléchir un peu ; réprimer un peu.
Étymologie: ὑπό, γνάμπτω.

Greek Monolingual

Α
μτφ. κάνω κάτι να λυγίσει, να χαλαρωθεί βαθμιαία μια ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + γνάμπτω «κάμπτω»].

Greek Monotonic

ὑπογνάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω, κάμπτω σταδιακά, βαθμιαία, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπογνάμπτω: досл. сгибать, перен. подавлять (φρεσὶν ψυχῆς ὁρμήν HH).

Middle Liddell

fut. ψω
to bend gradually, Hhymn.