σκιάω

From LSJ
Revision as of 12:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐάω Medium diacritics: σκιάω Low diacritics: σκιάω Capitals: ΣΚΙΑΩ
Transliteration A: skiáō Transliteration B: skiaō Transliteration C: skiao Beta Code: skia/w

English (LSJ)

   A = σκιάζω, overshadow, make shady, Λῆμνον . . ἀκροτάτῃ κορυφῇ σκιάει A.R.1.604, cf. Arat.864, Nic.Th.30:—Pass., to be shaded or dark, δύσετό τ' ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί (Ep.3pl. impf.) Od. 2.388, al., cf. Arat.600.

German (Pape)

[Seite 898] ep. σκιόω, = σκιάζω, beschatten, schattig machen; Ap. Rh. 1, 604; Hom. vrbdt oft δύσετό τ' ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί, wie Od. 2, 388, die Straßen wurden dunkel.

Greek (Liddell-Scott)

σκιάω: σκιάζω, ἐπισκιάζω, κάμνω τινὰ σκιερόν, Λῆμνον … ἀκροτάτῃ κορυφῇ σκιάει Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 604, πρβλ. Νικ. Θηρ. 30, Ἄρατ. 864· ― Παθητ., γίνομαι σύσκιος, σκοτεινός, δύσε ὁ τ’ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαὶ (Ἐπικ. γ΄ πληθ. παρατ.), Ὀδ. Β. 388, Γ. 487, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
couvrir de son ombre ; Pass. être dans l’obscurité.
Étymologie: σκιά.

English (Autenrieth)

(σκιή): only pass. ipf. σκιόωντο, were darkened. (Od.)

Greek Monotonic

σκῐάω: = σκιάζω, καλύπτω με σκιά, επισκιάζω — Παθ. επικαλύπτομαι με σκιά, επισκιάζομαι ή γίνομαι σκιερός, αποκρύπτομαι, σκιόωντο ἀγυιαί (Επικ. γʹ πληθ. παρατ.), σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

σκιάω: (только praes.) покрывать тенью (σκιόωντο πᾶσαι ἀγυιαί Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιάω [σκιά] beschaduwen:. σκιόωντο … πᾶσαι ἀγυιαί alle straten raakten met schaduw gevuld Od. 2.388.

Middle Liddell

σκιάω, = σκιάζω
to overshadow:—Pass. to be shaded or become dark, σκιόωντο ἀγυιαί (epic 3rd pl. imperf.) Od.