ἀστραγαλωτός

From LSJ
Revision as of 15:04, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρᾰγᾰλωτός Medium diacritics: ἀστραγαλωτός Low diacritics: αστραγαλωτός Capitals: ΑΣΤΡΑΓΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: astragalōtós Transliteration B: astragalōtos Transliteration C: astragalotos Beta Code: a)stragalwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A made of ἀστράγαλοι, μάστιξ Crates Com.35, Plu.2.1127c; ἱμάς Posidon.9.    II -ωτή, ἡ, name of a plant, Philum. Ven.7.11; dub.in Harp.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).150.26.    2 (sc. στυπτηρία) a kind of alum, Gal.12.237.

German (Pape)

[Seite 377] von Knöcheln, ἱμᾶσιν ἀστραγαλωτοῖς μαστιγοῦσθαι Parthon bei Ath. IV, 153 a, mit Knöcheln durchflochtene Knute, vgl. πολυαστράγαλος. So ἡ ἀστραγαλωτὴ μάστιξ Crates Poll. 10, 54; ohne μάστιξ, dieselbe Knute, Plut. adv. Col. 33 extr., Strafinstrument der Gallier. Vgl. ἀστράγαλος 2).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰγᾰλωτός: -ή, -όν, κατεσκευασμένος ἐξ ἀστραγάλων, ἴδε ἐν λ. ἀστράγαλος IV.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni d’osselets.
Étymologie: ἀστράγαλος.

Spanish (DGE)

(ἀστρᾰγᾰλωτός) -ή, -όν
I 1hecho con huesos de taba μάστιξ Crates Com.40, Plu.2.1127c, ἱμάς Posidon.57.
2 talar, que llega a los tobillos χιτών Thdt.Qu.in 2Re.28 (p.92).
II subst. ἀστραγαλωτή, ἡ
1 bot. n. de una planta Philum.Ven.7.11, Harp.Astr. en Cat.Cod.Astr.8(3).150.26.
2 cierta clase de alumbre Gal.12.237.

Greek Monolingual

ἀστραγαλωτός, -ή, -όν (Α)
1. «ἀστραγαλωτὴ μάστιξ», ή «ἀστραγαλωτὴ ἱμάς» — μαστίγιο στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια
2. ονομασία φυτού
3. «αστραγαλωτή στυπτηρία» — είδος στύψης (Γαληνός)
4. «ἀστραγαλωτός χιτών» — αυτός που φθάνει μέχρι τους αστραγάλους, μακρύς.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρᾰγᾰλωτός: с вплетенными внутрь бабками (μάστιξ Plut.).