ἐξιχνεύω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
A track out, τινά E.Ba.352, 817; τὰς βοῦς ὅπῃ βεβᾶσι S.Ichn.160; τοὺς λανθάνοντας Plu.Pomp.27; [κύνες] ἐ. τοὺς πολεμίους Polyaen.4.2.16: metaph., τι A.Ag.368 (lyr.); τὴν ἀλήθειαν Arg.Men.Oxy.1235.49; ἐ. Ἑλλάδα γλῶσσαν 'feel for', try to talk Greek, Tim.Pers.161.
German (Pape)
[Seite 884] ausspüren, ausspähen, τί, Aesch. Ag. 359; τὸν ξένον Eur. Bacch. 352; Sp.; τοὺς λανθάνοντας Plut. Pomp. 27; eigtl., von Hunden, Polyaen. 4, 2, 16; – τοῖς ὀνείρασιν, durch Träume, Luc. Philopatr. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιχνεύω: ἀνιχνεύω, εὑρίσκω, πάρεστι τοῦτό γ’ ἐξιχνεῦσαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 368· ἐξιχνεύσατε τόν… ξένον Εὐρ. Βάκχ. 352, 817.
French (Bailly abrégé)
suivre à la piste ; fig. rechercher avec soin, dépister, découvrir, acc..
Étymologie: ἐξ, ἰχνεύω.
Greek Monolingual
ἐξιχνεύω (AM)
1. εξιχνιάζω, ανακαλύπτω («ἐξιχνεύσατε τὸν θηλύμορφον ξένον», Ευρ.)
2. ερευνώ και) ανακαλύπτω τη σημασία (λέξης κ.λπ.) («τὸν ἐν ἐκάστῃ συλλαβῇ... νοῡν ἐξιχνεύειν», Πλούτ.)
αρχ.
φρ. «ἐξιχνεύω Ἑλλάδα γλῶσσαν» — προσπαθώ να μιλήσω Ελληνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- + ιχνεύω (< ίχνος)].
Greek Monotonic
ἐξιχνεύω: μέλ. -σω, ανιχνεύω, εντοπίζω, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξιχνεύω: разыскивать по следам, выслеживать, отыскивать (τινά Eur., Plut. и τι Aesch., Plut.; τὰ θηρία Luc.): ἐ. τοῖς ὀνείοασιν Luc. выяснить с помощью сновидений.
Middle Liddell
fut. σω
to trace out, Aesch., Eur.