γραφίς
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = γραφεῖον 1, AP6.63 (Damoch.), 65 (Paul. Sil.), 67 (Jul.): esp. stilus for writing on waxen tablets, Pl.Prt.326d; paint-brush, APl.4.178 (Antip.); graving tool, LXX Ex.32.4; σύμβολα… γραφίδεσσι κατέξυσα Hymn.Is.11, cf. AP4.3b.72 (Agath.); needle for embroidering, APl.4.324. II embroidery, AP5.275 (Agath.): but in pl., = paintings, Nonn.D.25.433.
German (Pape)
[Seite 505] ίδος, ἡ, der Griffel zum Schreiben, Plat. Prot. 326 d; Pinsel zum Malen, Ar. Ran. 1545 u. sonst. In Ep. ad. 423 (Plan. 324) Nadeln zum Sticken; Agath. 5 (V, 276) die Stickerei.
Greek (Liddell-Scott)
γρᾰφίς: -ίδος, ἡ,= γραφεῖον Ι, Ἀνθ. Π. 6. 63, 65, 67· ἰδίως, κάλαμος ἢ ἐργαλεῖον πρὸς γραφὴν ἐπὶ κηρίνων πινάκων, Πλάτ. Πρωτ. 326D· ἐργαλεῖον πρὸς γλυφήν, ἤτοι σκάλισμα, σύμβολα…γραφίδεσσι κατέξυσα Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1028. 11· βελόνη κεντήματος, Ἀνθ. Πλαν. 4. 324. ΙΙ.= γραφή, σχεδιογράφημα, Βιτρούβ. 1. 1· κέντημα, Ἀνθ. Π. 5. 276.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 stylet pour écrire;
2 pinceau.
Étymologie: γράφω.
Spanish (DGE)
(γρᾰφίς) -ίδος, ἡ
• Alolema(s): dór. γροφίς IG 42.102.282, 292 (IV a.C.)
• Morfología: [ép. y jón. plu. dat. γραφίδεσσι Hymn.Is.11 (Andros), AP 4.3.118 (Agath.)]
I 1estilo, punzón para la escritura, Pl.Prt.326d, IG ll.cc.
•cincel para grabar σύμβολα ... γραφίδεσσι κατέξυσα Hymn.Is.l.c., cf. LXX Ex.32.4, Ath.106c, γραφίδεσσι χαράξαμεν AP l.c.
2 pincel Ph.2.192, AP 6.65 (Paul.Sil.), 67 (Iul.Aegypt.), Poll.7.128, Vitr.1.1.3, 1.1.4, 1.1.13, Plin.HN 35.68, AP 16.178 (Antip.Sid.)
•especie de pluma para la escritura AP 6.63 (Damoch.).
3 aguja de bordar, AP 16.324.
II dicho de lo grabado
1 pintura, dibujo, retrato, AP 1.36.5 (Agath.), Nonn.D.25.433.
2 bordado, AP 5.276 (Agath.).
Greek Monotonic
γρᾰφίς: -ίδος, ἡ (γράφω),
I. 1. εργαλείο ή καλάμι χρησιμοποιούμενο για τη γραφή πάνω σε κέρινες πλάκες, σε Πλάτ. κ.λπ.·
2. επίσης, βελόνα πλεξίματος, κεντήματος, σε Ανθ.
II. = γραφή, εργόχειρο, κέντημα, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
γρᾰφίς: ίδος ἡ1) Arph., Plat., Anth. = γραφεῖον;
2) вышивка, шитье (χρυσεοπήνητος Anth.).
Middle Liddell
γράφω
I. a stile for writing on waxen tablets, Plat., etc.: a needle for embroidering, Anth.
II. embroidery, Anth.