Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θαλάμη

From LSJ
Revision as of 08:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμη Medium diacritics: θαλάμη Low diacritics: θαλάμη Capitals: ΘΑΛΑΜΗ
Transliteration A: thalámē Transliteration B: thalamē Transliteration C: thalami Beta Code: qala/mh

English (LSJ)

ἡ,

   A lurkingplace, den, lair, πουλύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο Od.5.432, cf.Arist.HA 599b15, Numen. ap. Ath.7.315b; of the σωλήν and polypus, Arist.HA 535a17, 549b32; of the nest of the fish φωλίς, ib.621b9; of the Theban dragon's den, E.Ph.931 (pl.); of the cave of Trophonius, Id.Ion 394 (pl.); of the grave, Id.Supp.980 (anap., pl.); of the hive or nest of bees, in pl., AP6.239 (Apollonid.), 9.404 (Antiphil.); cj. in E.Ba.561 (v. θάλαμος 11).    2 of cavities in the body, Hp.de Arte 10(pl.); ventricle of the heart, Arist.Somn.Vig.458a17; of the pores of sponges, Id.HA548a28; the nostrils, Poll.2.79; αὕτη τῶν κοιλιῶν ἡ οἷον θ. of the (Galenic) optic thalamus, Gal.UP16.3; of recesses in the cranial bones, ib.11.3; of the eye-socket, Steph.in Hp.1.93D.    II = θάλαμος 111, Luc. Nav.2.

German (Pape)

[Seite 1181] ἡ (vgl. θάλαμος), Lager, Aufenthalt, Schlupfwinkel, bes. der Fische u. Wasserthiere, πολύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο Od. 5, 432; vgl. Arist. H. A. 8, 3, 5 u. öfter; τὰς ἐμβυθίους θαλάμας δύνειν εἰώθασιν αἱ πίνναι Ath. III, 93 f. – Allgemeiner Eur. ὃς γᾶς ἐξέβα θαλαμῶν, Herc. Für. 807; ἐν ταῖς πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμαις Bacch. 561; θαλάμαις σφαγέντα Phoen. 938; sp. D., wie Nic. Al. 8; Luc. Navig. 2. – Nach Poll. 2, 79 sind αἱ θαλάμαι die Nasenhöh. lungen.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλάμη: ᾰ, ἡ, κοίτη, φωλεά, «τρῦπα», συνήθ. ἐπὶ ἰχθύων ζώντων ἐντὸς σπιλάδων, πολύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο Ὀδ. Ε. 432· καὶ οὕτω παρ’ Ἀριστ., ἐπὶ τοῦ σωλῆνος (κοιν. σουλίνας) 4. 8, 32· ἐπὶ τοῦ πολύποδος, 9. 37, 21, πρβλ. 8. 15, 4, κτλ.· οὕτως ἐπὶ τοῦ σπηλαίου τοῦ ἐν Θήβαις δράκοντος, Εὐρ. Φοιν. 931· ἐπὶ τοῦ σπηλαίου τοῦ Τροφωνίου (ἐν τῷ πληθ.), ὁ αὐτ. Ἴωνι 394· ἐπὶ τάφου, ὁ αὐτ. Ἰκέτ. 980· ἐπὶ τῶν κυψελῶν τῶν μελισσῶν, Ἀνθ. Π. 6. 239., 9. 404. 2) ἐπὶ κοιλοτήτων ἐντὸς τοῦ σώματος, ὁ θάλαμος ἢ ἡ κοιλία τῆς καρδίας, Ἀριστ. π. Ὕπν. 3, 28· ― πληθ., αἱ κοτύλαι τῶν ἁρμῶν, Ἱππ. 6. 38· οἱ πόροι τῶν σπόγγων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 16, 2· τὰ κοιλώματα τῆς ῥινός, οἱ ῥώθωνες, μυκτῆρες, μυξωτῆρες, Πολυδ. Β΄, 79. ΙΙ. = θάλαμος ΙΙΙ, Λουκ. ἐν Πλοίῳ 2.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 abri ou gîte d’un animal;
2 chambre.
Étymologie: θάλαμος.

English (Autenrieth)

bed, hole, of an animal, Od. 5.432†.

Greek Monolingual

η (AM θαλάμη)
το θαλάμι, η τρύπα στην οποία ζουν υδρόβια ζώα («πουλύποδος θαλάμης έξελκομένοιο», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
κοίλωμα τών φορητών όπλων, καθώς και τών πυροβόλων, το οποίο χρησιμεύει για την υποδοχή του βλήματος
αρχ.
1. σπήλαιο, κοίλωμα του εδάφους
2. κοιλότητα του σώματος
3. (ουδ. πληθ.) αἱ θαλάμαι
τα ρουθούνια
4. θάλαμος στο πλοίο και ιδιαίτερα στο κατώτατο μέρος όπου εργάζονταν οι θαλαμίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του θάλαμος με μεταβολή γένους].

Greek Monotonic

θᾰλάμη: [ᾰ], ἡ,
I. τόπος ενέδρας, τρύπα, φωλιά, σπηλιά, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τον τάφο, στον ίδ.·
II. θάλαμος III, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

θᾰλάμη: (ᾰμ) ἡ
1) логовище, нора (πουλύποδος Hom.; σωλήνος Arst.; ἰχθύων Arst.);
2) pl. пещера (Τροφωνίου Eur.);
3) pl. ущелья (Ὀλύμπου Eur.);
4) pl. место погребения, могила (Καπανέως Eur.);
5) анат. полость, желудочек (αἱ ἐν τῇ καρδίᾳ θαλάμαι Arst.);
6) pl. поры (τῶν σπόγγων Arst.);
7) pl. (в сотах) ячейки (κηροπαγεῖς θαλάμαι Anth.);
8) комната, помещение (ἐκ τῆς θαλάμης προελθεῖν Luc.).

Middle Liddell

θᾰ˘λάμη, ἡ,
I. a lurking-place, den, hole, cave, Od., Eur.; of the grave, Eur.
II. = θάλαμος III, Luc.