wrong
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English > Greek (Woodhouse)
adjective
incorrect: P. and V. οὐκ ὀρθός.
unjust: P. and V. ἄδικος, οὐκ ὀρθός, V. ἔκδικος.
wicked: P. and V. κακός, πονηρός, μοχθηρός, πανοῦργος; see wicked.
impious: P. and V. ἀνόσιος, ἀσεβής, ἄθεος, δυσσεβής (rare P.), V. δύσθεος.
unlawful: P. and V. ἄνομος, παράνομος.
sinful: P. ἀλιτήριος, ἀλιτηριώδης.
do wrong, v.: P. and V. ἀδικεῖν, κακουργεῖν.
act unlawfully: P. παρανομεῖν.
be impious: P. and V. ἀσεβεῖν, V. δυσσεβεῖν.
be wicked: P. and V. πανουργεῖν.
sin: P. and V. ἁμαρτάνειν, ἐξαμαρτάνειν, πλημμελεῖν, V. ἀμπλακεῖν (2nd aor.).
do wrong to: see wrong, v.
be wrong, make a mistake: P. and V. ἁμαρτάνειν, ἐξαμαρτάνειν, σφάλλεσθαι, ψεύδεσθαι, P. διαψεύδεσθαι, διαμαρτάνειν, πταίειν.
be wrong in one's views: P. γνώμης ἁμαρτάνειν (Thuc. 1, 33).
go wrong, of things: P. and V. κακῶς χωρεῖν, οὐ προχωρεῖν.
go wrong, miss one's way: see under miss.
substantive
injustice: P. and V. ἀδικία, ἡ, τὸ ἄδικον, τἄδικα, τὸ ἀδικεῖν (V. τἀδικεῖν).
act of injustice: P. and V. ἀδίκημα, τό.
injury: P. and V. βλαβή, ἡ, βλάβος, τό; see injury.
sin: P. and V. ἁμαρτία, ἡ, P. ἁμάρτημα, τό, πλημμέλημα, τό, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλάκημα, τό.
wickedness: P. and V. κάκη, ἡ, πανουργία, ἡ, τὸ κακοῦργον, πονηρία, ἡ, Ar. and P. κακία, ἡ; see wickedness.
verb transitive
P. and V. ἀδικεῖν, κακῶς ποιεῖν, κακῶς δρᾶν, κακοῦν, κακουργεῖν; see injure.
be wronged: P. and V. κακῶς πάσχειν, ἀδικεῖσθαι.
join in wronging: P. συναδικεῖν (dat. or absol.).
be wronged at the same time: P. συναδικεῖσθαι.
wrong in return: P. ἀνταδικεῖν (acc.), ἀντικακουργεῖν (acc.); see retaliate.