κεγχρίας

From LSJ
Revision as of 08:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρίας Medium diacritics: κεγχρίας Low diacritics: κεγχρίας Capitals: ΚΕΓΧΡΙΑΣ
Transliteration A: kenchrías Transliteration B: kenchrias Transliteration C: kegchrias Beta Code: kegxri/as

English (LSJ)

ου, ὁ,    A like grains of millet. κεγχρίας ἕρπης = an eruption on the skin, Gal.7.722, 10.1009.    II serpent with millet-like protuberances on the skin, Philum.Ven.22.1:—also κεγχριδίας, Dsc.Ther.32; cf. κέγχρος III:

German (Pape)

[Seite 1410] ὁ, wie ein Hirsekorn; – a) ἕρπης, ein Hautausschlag, der wie Hirsekörner aussieht, Galen. – b) eine Schlangenart, vgl. κεγχρίς, κεγχριδίας, κεγχράνης.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρίας: -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς κόκκον κέγχρου, κ. ἕρπης, ἐξάνθημά τι ἐπὶ τοῦ δέρματος, Γαλην. ΙΙ. ὄφις ἐχων ἐξογκώματα ἐπὶ τοῦ δέρματος ὅμοια πρὸς κέγχρον, ὅμοιος πρὸς τὸν ἀμμοδύτην, Ἀέτ.· καλούμενος κεγχριδίας ἐν Διοσκ. Θηρ. 32· κέγχρος, αὐτόθι 15· κεγχρίνης, Νικ. Θηρ. 463, Λυκόφρ. 912, Παῦλ. Αἰγ.· κεγχρίτης, Ἀέτ. (;)· cenhcris, Lucan. 9. 712. ΙΙΙ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 248, κεγχριδίας καὶ κεγχρίας, εἶναι ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ καχρυδίας.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κεγχρίας, ὁ)
νεοελλ.
φρ. ιατρ. «κεγχρίας πυρετός» — λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από άφθονο ιδρώτα και από εμφάνιση ιδρώων στο δέρμα
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με κεχρί
2. φίδι που έχει στο δέρμα του εξογκώματα όμοια με κεχρί
3. φρ. «κεγχρίας ἕρπης» — εξάνθημα του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ίας (πρβλ. αστερ-ίας, καρχαρ-ίας)].