ἀβλής
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, (βάλλω) A not thrown or shot, ἰὸν ἀβλῆτα an arrow not yet used, Il.4.117; cf. A.R.3.279.
German (Pape)
[Seite 3] bei Hom. nur Iliad. 4, 117 ἐκ δ' ἕλετ' ἰόν ἀβλῆτα πτερόεντα, einen noch nicht gebrauchten Pfeil. Aristarch verwarf den Vers, s. Heholl, und Lehrs Aristarch. p. 75 u. p. 10. – Apoll. Rhod. 3, 279 ἀβλῆτα πολύστονον ἐξέλετ' ἰόν.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
non encore lancé.
Étymologie: ἀ, βάλλω.
English (Autenrieth)
ῆτος (βάλλω): unsped, i. e. new, fresh, of an arrow, Il. 4.117.†
Spanish (DGE)
-ῆτος
1 todavía no lanzado, todavía no disparado ἰὸν ἀβλῆτα Il.4.117, A.R.3.279.
2 no alcanzado, errado σκοπός Gr.Naz.M.37.677.
• Etimología: Cf. βάλλω, c. ἀ- priv.
Greek Monotonic
ἀβλής: -ῆτος, ὁ, ἡ (βάλλω), αυτός που δεν έχει ριφθεί, αμεταχείριστος, νέος· ἰὸν ἀβλῆτα, βέλος που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ακόμη, βέλος αμεταχείριστο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀβλής: ῆτος adj. не спущенный (с тетивы), т. е. новый (ἰός Hom.).
Middle Liddell
βάλλω
not thrown or shot, ἰὸν ἀβλῆτα an arrow not yet used, Il.