ἐποικτείρω
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
or ἐποικτ-ίρω, A have compassion on, τινα Xenoph.7.3, S.Aj. 121, OT671, etc.: abs., A.Ag.1069. (Written -ειρ- Isyll.72 ; v. οἰκτείρω.)
German (Pape)
[Seite 1007] bemitleiden, τινά, Soph. Ai. 121 u. sp. D., wie Arat. 412; Ep. ad. 513 (Xenophanes VII, 120); auch in später Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποικτείρω: (ἐξ ἐπιγραφ. ἀπὸ 550 μέχρι τοῦ 350 π.Χ. ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ὀρθὴ γραφὴ τοῦ ῥήματος τούτου εἶναι οἰκτίρω, διὰ τοῦ ι, ἴδε Meisterhans Grammatik der Att, Ins. σ. 87), αἰσθάνομαι οἶκτον, ἔλεος, ἐπί τινι, καὶ ποτέ μιν στυφελιζομένου σκύλακος παριόντα φασὶν ἐποικτεῖραι, καὶ τόδε φάσθαι ἔπος Ξενοφάν. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 120, 2· οἰκτίρω τινὰ ἐπί τινι, ἐποικτίρω δέ νιν Σοφ. Αἴ. 121, Ο. Τ. 671, κτλ.· ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1069.
French (Bailly abrégé)
se lamenter sur, acc..
Étymologie: ἐπί, οἰκτείρω.
Greek Monolingual
ἐποικτείρω και ἐποικτίρω (Α)
αισθάνομαι λύπη, οίκτο για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οικτίρω (< οικτρός < οίκτος)].
Greek Monotonic
ἐποικτείρω: ευσπλαχνίζομαι, συμπονώ, τινά, σε Σοφ.· απόλ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐποικτείρω: атт. ἐποικτίρω иметь сострадание, сожалеть (τινά Soph. и τινός Xenophanes ap. Diog. L.): ἐ. τὸ στόμα τινός Soph. быть тронутым чьими-л. мольбами.
Middle Liddell
to have compassion on, τινά Soph.; absol., Aesch.