φυγαδεύω
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
Elean φυγᾰδείω Schwyzer 424.1 (iv B. C.):—A banish, X.HG2.3.42, 5.4.19; ἐκ τῆς πόλεως D.40.32; δεῦρ' αὐτὸν (sc. Ἔρωτα) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς κάτω Aristopho 11.7: opp. ὀστρακίζω, Arist.Pol.1288a25; metaph., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. Luc.Am.38:—Pass., X.HG2.4.14, D.S.14.32, etc.; πεφυγαδευμένοι Plu.Ant.15. II intr., live in banishment, SIG175.20 (Delph., iv B. C.), Schwyzer 424.6 (Elis, iv B.C.), LXXPs.54(55).8: fut. φυγαδεύσομαι POxy.1477.15 (iii/iv A. D.), Plb.10.22.1.
German (Pape)
[Seite 1311] 1) aus dem Lande verjagen, verweisen, ἐκ τῆς πόλεως Dem. 40, 32; Pol. 4, 35, 5 u. öfter, u. Sp. – 2) intrans., ein Verbannter sein, in der Verbannung leben, Pol. 10, 35, 1; s. Lob. Phryn. p. 385.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγᾰδεύω: κάμνω τινὰ φυγάδα, ἀποδιώκω ἔκ τινος χώρας, ἐξορίζω, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 42., 5. 4, 19· ἐκ τῆς πόλεως Δημ. 1018. 10· δεῦρ’ αὐτὸν (δηλ. τὸν Ἔρωτα) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς κάτω Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2· διάφορον τοῦ ὀστρακίζω, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 7· μεταφορ., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. Λουκ. Ἔρωτ. 38. ― Παθητ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14, Διόδ. κλπ.· οἱ πεφυγαδευμένοι Πλουτ. Ἀντών. 15. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι φυγάς, ζῶ ἐν ἐξορίᾳ, Ἱππ. 1201 ἐν τέλ., Πολύβ. 10. 25, 1· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 385.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐφυγάδευσα, pf. Pass. πεφυγάδευμαι;
chasser, bannir, exiler ; οἱ πεφυγαδευμένοι PLUT les bannis.
Étymologie: φυγάς.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και φυγαδείω Α φυγάς, -άδος]
νεοελλ.
βοηθώ κάποιον να διαφύγει, να δραπετεύσει
μσν.-αρχ.
1. εκδιώκω, εξορίζω («οὔτε... κτείνειν ἢ φυγαδεύειν οὐδ' ὀστρακίζειν... τὸν τοιοῡτον πρέπον», Αριστοτ.)
2. τρέπω σε φυγή («φυγαδεύοντας τοὺς δανειστάς», παπ.)
3. (αμτβ.) είμαι εξόριστος, ζω στην εξορία
αρχ.
μτφ. απομακρύνω, παραμερίζω, ιδίως λόγω περιφρόνησης («καὶ τὸ θῆλυ τοῡ βίου φυγαδεύεις», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
φῠγᾰδεύω: μέλ. -σω (φυγάς), απομακρύνω από κάποια χώρα, εξορίζω, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φῠγᾰδεύω:
1) осуждать на изгнание, изгонять (τινά Xen.; ἐκ τῆς πόλεως Dem.): φ. τι τοῦ βίου Luc. изгнать что-л. из жизни, т. е. полностью воздерживаться от чего-л.; οἱ πεφυγαδευμένοι Plut. изгнанники;
2) быть изгнанником, находиться в изгнании (Κλέανδρος φυγαδεύων Polyb.).
Middle Liddell
φῠγᾰδεύω, fut. -σω φυγάς
to drive from a country, banish, Xen., Dem.