χρηστομαθής

From LSJ
Revision as of 15:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστομᾰθής Medium diacritics: χρηστομαθής Low diacritics: χρηστομαθής Capitals: ΧΡΗΣΤΟΜΑΘΗΣ
Transliteration A: chrēstomathḗs Transliteration B: chrēstomathēs Transliteration C: christomathis Beta Code: xrhstomaqh/s

English (LSJ)

A, ἡ an adept in polite learning, Cic.Att.1.6.2. Adv. -θῶς, εἴρηται Phld.Mus.p.83K.

German (Pape)

[Seite 1376] ές, 1) lernbegierig, wißbegierig, Sp. – 2) der alles Brauchbare, Nöthige, zu einer Wissenschaft Gehörige erlernt hat; Cic. Att. 1, 6; Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστομαθής: -ές, (√ΜΑΘ, μανθάνω) ὁ ἐπιθυμῶν νὰ μανθάνῃ, φιλομαθής· - χρηστομᾰθέω, ἐφίεμαι μαθήσεως, Λογγῖν. 2. 3. ΙΙ. ὁ μαθὼν πᾶν ὅ,τι χρηστὸν ἢ ὠφέλιμον, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 6, 2, Κλήμ. Ἀλ. 342.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. φιλομαθής
2. αυτός που μαθαίνει καθετί το χρήσιμο, το ωφέλιμο
3. (για αφηρημένα πράγμ.) αυτός που αξίζει να γίνει αντικείμενο μελέτης
4. το ουδ. ως ουσ.) τὸ χρηστομαθές
η χρηστομάθεια.
επίρρ...
χρηστομαθῶς Α
με φιλομάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -μαθής (< μάθος τὸ «γνώση, μάθηση» < μανθάνω), πρβλ. ἀξιο-μαθής].

Russian (Dvoretsky)

χρηστομᾰθής: получивший основательное образование (homo Cic.).