ἐπεντύνω
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
v. ἐπεντύω.
German (Pape)
[Seite 915] zurüsten gegen, χεῖρα ἐπί τινα, d. i. die Hand gegen Jem. brauchen wollen, Soph. Ai. 446; Ἀρηά τινι Opp. H. 5, 562; med., sich rüsten, ἄεθλα, d. i. die Kampfpreise zu erlangen, Od. 24, 89; εἰς χορόν Coluth. 4; νέεσθαι, sich anschicken zu gehen, Ap. Rh. 1, 720.
French (Bailly abrégé)
préparer contre, armer contre : χεῖρα ἐπί τινι SOPH armer son bras contre qqn;
Moy. ἐπεντύνομαι se préparer : ἄεθλα OD pour remporter le prix de la lutte.
Étymologie: ἐπί, ἐντύνω.
English (Autenrieth)
harness (to), Il. 8.374; mid., equip oneself to win, ἄεθλα, Od. 24.89.
Greek Monolingual
ἐπεντύνω και ἐπεντύω (Α)
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («σὺ μἐν νῶιν ἐπέντυε μώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. ασκούμαι σε κάτι («ἐπεντύνονται ἄεθλα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εντύνω «ετοιμάζω, εξοπλίζω»].
Greek Monotonic
ἐπεντύνω: [ῡ] και -εντύω, παρασκευάζω, ετοιμάζω, σε Ομήρ. Ιλ.· χεῖρα ἐπεντύνειν ἐπί τινι, το οπλίζω το χέρι μου για μάχη, σε Σοφ. — Μέσ., προετοιμάζομαι ή εξασκούμαι, ἄεθλα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεντύνω: (ῡ) готовить, оснащать, вооружать: ἐ. (v.l. ἐπευθύνειν) χεῖρα ἐπί τινι Soph. вооружиться против кого-л.; med. готовиться, вооружаться: ἐ. ἄεθλα Hom. готовиться к состязаниям.
Middle Liddell
and -εντύω
to set right, get ready, Il.; χεῖρα ἐπεντύνειν ἐπί τινι to arm it for the fight, Soph.: —Mid. to prepare or train oneself for, ἄεθλα Od.