ὀκταήμερος

From LSJ
Revision as of 14:10, 18 April 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταήμερος Medium diacritics: ὀκταήμερος Low diacritics: οκταήμερος Capitals: ΟΚΤΑΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: oktaḗmeros Transliteration B: oktaēmeros Transliteration C: oktaimeros Beta Code: o)ktah/meros

English (LSJ)

ον, A eight days old, Ep.Phil.3.5.

German (Pape)

[Seite 317] achttägig, am achten Tage, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκταήμερος: -ον, ὁ κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν, περιτομὴ ὀκταήμερος Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππησ. γ΄, 5· - ὀκταήμερον, τό, παρ’ Ἐκκλησ., ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τινος ἑορτῆς, τὰ ὀκταήμερα τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν Τυπικ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de huit jours ; du huitième jour.
Étymologie: ὀκτώ, ἡμέρα.

English (Strong)

from ὀκτώ and ἡμέρα; an eight-day old person or act: the eighth day.

English (Thayer)

ὀκταημερον (ὀκτώ, ἡμέρα), eight days old; passing the eighth day: περιτομή (cf. Winer's Grammar, § 31,6a.; Buttmann, § 133,21; but περιτομή) ὀκταήμερος, circumcised on the eighth day, τεταρταῖος; (`the word denotes properly, not interval but duration' (see Lightfoot on Philippians, the passage cited). Graecus Venetus, Genesis 17:12; ecclesiastical writings).

Greek Monolingual

και οχταήμερος, -η, -ο (ΑΜ ὀκταήμερος, -ον)
αυτός που γίνεται κατά την όγδοη ημέραὀκταήμερος περιτομή», ΚΔ)
νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί οκτώ ημέρες (α. «οκταήμερος πόλεμος» β. «οκταήμερη προθεσμία»)
2. το ουδ. ως ουσ. το οκταήμερο
χρονικό διάστημα οκτώ ημερών
νεοελλ.-μσν.
1. ο ηλικίας οκτώ ημερών
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκταήμερα
εκκλ. η όγδοη ημέρα μετά από μια εορτή («τα οκταήμερα τών δεσποτικών εορτών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ἡμέρα (πρβλ. τετρα-ήμερος)].

Greek Monotonic

ὀκταήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που συμβαίνει κατά την όγδοη ημέρα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὀκταήμερος: восьмидневный или приходящийся на восьмой день NT.

Middle Liddell

ὀκτα-ήμερος, ον, ἡμέρα
on the eighth day, NTest.

Chinese

原文音譯:Ñkta»meroj 哦克他-誒姆羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:八-日
字義溯源:八日大的嬰孩,第八天;由(ὀκτώ)*=八)與(ἡμέρα)*=日)組成
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 第八天(1) 腓3:5