ὑποσείω

From LSJ
Revision as of 16:17, 23 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσείω Medium diacritics: ὑποσείω Low diacritics: υποσείω Capitals: ΥΠΟΣΕΙΩ
Transliteration A: hyposeíō Transliteration B: hyposeiō Transliteration C: yposeio Beta Code: u(posei/w

English (LSJ)

Ep. ὑποσσείω,
A rotate, spin round, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι, of a stake, compared to an auger, Od.9.385; τὰ ὑποσείοντα κεφαλάς (vv.ll. -ήν, -ῆς), perhaps a form of paralysis agitans, Hp.Coac.159.
2 sift out, v. ὑποσήθω.
II hold out or throw to, ἄρτους Ael.NA7.13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσείω: Ἐπικ. ὑποσσ-, σείω ἢ κινῶ ὑποκάτω, οἱ δέ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι, ἐπὶ τοῦ ἱμάντος, δι’ οὗ περιστρέφεται τὸ τρύπανον, Ὀδ. Ι. 385· οἶνος ὑπ. τὴν κεφαλὴν Ρήτορ. (Walz) τ. 1, σ. 430. 2) κοσκινίζω, ὑποσείσας τὸ λεπτότερον ἄλευρον Γαλην. τ. 6, σ. 481, 15. ΙΙ. προτείνωῥίπτω πρός τινα, ἄρτους Αἰλ. περὶ Ζῴων 7. 13.

French (Bailly abrégé)

1 secouer ou ébranler par-dessous;
2 agiter sous.
Étymologie: ὑπό, σείω.

Greek Monolingual

ὑποσείω ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσείω Α σείω
1. σείω από κάτω
2. σείω, κουνώ κάτι ελαφρά
αρχ.
1. κοσκινίζω («ὑποσείσας τὸ λεπτότατον ἄλευρον», Γαλ.)
2. προτείνω ή ρίχνω κάτι σε κάποιον.

Greek Monotonic

ὑποσείω: Επικ. ὑποσ-σείω, μέλ. -σω, κουνώ, σείω, τραντάζω από κάτω· ὑποσσείουσιν ἱμάντι, το έθεσαν σε κίνηση κάτω από, μέσω του ιμάντα χάρη στον οποίο περιστρέφεται το τρυπάνι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσείω: эп. ὑποσσείω снизу потрясать, т. е. приводить в движение (sc. τὸ τρύπανον Hom.).

Middle Liddell

epic ὑποσ-σείω fut. σω
to shake below: ὑποσσείουσιν ἱμάντι they set it in motion below by the thong by which an auger is turned, Od.