ρόμβος
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
Greek Monolingual
ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α
1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες
2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών
3. λόγια ονομασία της σβούρας
4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη γωνία του ώστε, όταν περιστρέφεται με ταχύτητα, να αναδίδει ήχο που μοιάζει με μυκηθμό και το οποίο χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα ώς σήμερα σε διάφορες λατρευτικές τελετές
νεοελλ.
1. καθεμιά από τις τριανταδύο διαιρέσεις του ανεμολογίου της πυξίδας
2. μικρό στρογγυλό τμήμα μηχανής ή εργαλείου
3. φρ. «ρόμβος ιερός» και «ρόμβος οσφυϊκός» — δύο αβαθή ρομβοειδή εντυπώματα στο δέρμα της οσφυϊκής χώρας της Ράχης
αρχ.
1. κάθε κυκλοτερές περιστρεφόμενο σώμα
2. τροχίσκος από ξύλο, πολύτιμο μέταλλο ή άλλο υλικό, κρεμασμένος από κλωστή, που με την περιστροφή του έκανε βόμβο και αποτελούσε τελετουργικό όργανο σε μυστήρια («ῥόμβων θ' εἱλισσομένα κύκλιος ἔνοσις αἰθερία», Ευρ.)
3. μικρός τροχός, περιστρεφόμενος με τη βοήθεια λεπτού σχοινιού, τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι μάγοι σε μαγικές τελετές («χὡς δινεῖθ
ὅδε ῥόμβος ὁ χάλκεος ἐξ Ἀφροδίτας, ὥς τῆνος δινοῑτο ποθ' ἀμφοτέραισι θύραισιν», Θεόκρ.)
4. μικρό τύμπανο στη λατρεία της Ρέας και του Διονύσου («στρεπτὸν Βασσαρικοῦ ῥόμβον θιάσοιο», Ανθ. Παλ.)
5. το ανδρικό μόριο, το πέος
6. σφοδρή περιστροφική κίνηση, περιδίνηση («αἰετοῦ ῥόμβον», Πίνδ.)
7. η κίνηση τών πλανητών και του Ηλίου («ῥόμβον ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων», Ορφ. Ύμν.)
8. η φορά, η εξέλιξη τών πραγμάτων
9. είδος χειρουργικού επιδέσμου
10. διακόσμηση ενυφασμένη σε σχήμα ρόμβου
11. φρ. «ῥόμβος στερεός» — το ρομβοειδές στερεό
12. ως κύριο όν. Ῥόμβος
ο ποταμός Έβρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥόμβος ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ῥομβ- του ῥέμβομαι «περιφέρομαι» με σημ. «κυκλοτερές σώμα κρεμασμένο από κλωστή το οποίο περιστρεφόταν», απ' όπου η σημ. «σφοδρή, περιστροφική κίνηση, περιφορά, περιδίνηση». Η λ. ρόμβος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το είδος γεωμετρικού σχήματος με τέσσερεις παράλληλες γραμμές ίσες λόγω της ομοιότητας του σχήματος αυτού με το κυκλοτερές σώμα που περιστρεφόταν. Ο παράλληλος τ. του ῥόμβος, ῥύμβος, πιθ. αττικός, εμφανίζει φωνηεντισμό -υ- που οφείλεται πιθ. σε ιδιαίτερη φωνητική αντιπροσώπευση συνεσταλμένης βαθμίδας (πρβλ. ῥοφῶ: ῥυφῶ) και όχι στη σύνδεση του τ. με τη λ. ῥυβός «κυρτός, στρεβλός» (βλ. λ. ῥυβόν)].