Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰσχανάω

From LSJ
Revision as of 09:05, 29 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "([Α-Ωα-ωίϊίΐἶἶἴῖἰἱἵἰὶἱἸόὀὁόὅὍὄάἄἅᾳἀἁᾴὰάᾷέέἐἑἕἕἔύϋύΰὖῦῆἠἡἥἦἤἤἩῃήήῇώῳώῶῷὠὦὧὠᾠὤὥὡπῥσὑὐὕφΧψὸἂ...)

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχᾰνάω Medium diacritics: ἰσχανάω Low diacritics: ισχανάω Capitals: ΙΣΧΑΝΑΩ
Transliteration A: ischanáō Transliteration B: ischanaō Transliteration C: ischanao Beta Code: i)sxana/w

English (LSJ)

Ep. lengthd. form of ἰσχάνω (cf. sq.): Ion. impf. A ἰσχανάασκον Il.15.723:—hold back, stay, 5.89; νῦν δ' ἐπεὶ ἰσχανάᾳς (sc. με) Od.15.346:—Pass., hold back, wait, νηυσὶν ἔπι . . ἐελμένοι ἰσχανόωντο Il.12.38; σὸν μῦθον ποτιδέγμενοι ἰσχανόωνται Od.7.161, cf. Il. 19.234; to be stayed, A.R.2.864. II intr., c. gen., cling to, and so, long after, desire eagerly, μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν Il.23.300; ἰσχανόων φιλότητος Od.8.288: c. inf., [μυῖα] . . ἰσχανάᾳ δακέειν Il.17.572; ἰσχανόωσιν ἰδεῖν Procl.h.Ven.2.6. (ἰχανάω is v.l. in Il.23.300, Od.8.288, and shd. prob. be preferred; cf. ἰχανάω.)

German (Pape)

[Seite 1272] gedehnte Form von ἰσχάνω, zurückhalten, hemmen; τὸν δ' (χειμάῤῥουν) οὔτ' ἄρ τε γέφυραι ἐεργμέναι ἰσχανόωσιν Il. 5, 89; ἐθέλοντα μάχεσθαι αὐτόν τ' ἰσχανάασκον, ἐρητύοντο δὲ λαοί 15, 723. – Med. sich halten, zurückhalten, Il. 12, 38, zaudern, säumen, 19, 234 Od. 7, 161. – Intr., anhalten, sich daran halten, wonach begehren, χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν, sie sticht begierig, anhaltend, Il. 17, 572, die Mücke; μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν, das Roß, 23, 300; ἰσχανόων φιλότητος Κυθερείης Od. 8, 288, u. so einzeln bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχᾰνάω: Ἐπικ. ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ ἰσχάνω (πρβλ. τὸ ἑπομ.)· Ἰων. παρατ. ἰσχανάασκον Ἱλ. Ο. 723. Κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, ἐμποδίζω, σταματῶ, Ε. 89 (ἴδε ἐν λ. γέφυρα)· νῦν δ’ ἐπεὶ ἰσχανάᾳς, (δηλ. με) Ὀδ. Ο. 346. - Παθ., ἐκέχω, περιμένω, νηυσίν ἔπι.. ἐελμένοι ἰσχανοώντο Ἰλ. Μ. 38· σὸν μῦθον ποτιδέγμενοι ἰσχανόωνται Ὀδ. ΙΙ 161, πρβλ., Ἰλ. Τ. 234. ΙΙ. ἀμεταβ., μετὰ γεν., μένω προσκεκολλημένος εἴς τι, ἐφίεμαί τινος, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, πουῶ, μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν, Ἰλ. Ψ. 300· ἰσχανόων φιλότητος Ὀδ. Θ. 288· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., μυῖα… ἰσχανάᾳ δακέεον Ἰλ. Ρ. 572· ἰσχανόωσιν ἰδεῖν Προκλ. Ὑμν. εἰς Ἀφρ. 2. 6· πρβλ. ἔχομαι, ἀντέχομαι. - Ἔν τισι γλώσσαις τοῦ Ἡσυχ. ἀναγνωρίζεται ὁ τύπος ἰσχανάω, πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 478. 44· καὶ ὁ Δινδ. Προτιμᾷ τὸν τύπον τοῦτον ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ· ἀπαντᾷ δὲ ἐν Βαβρ. 77. 2 (τυροῦ δ’ ἀλώπηξ ἰσχανῶσα)· καὶ ἴχανα, ὄνομα Σικελικῆς τινος πόλεως (παρὰ Στεφ. Βυζ.), εἶναι ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης· πρβλ. καὶ ἴχαρ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. retenir, arrêter, contenir, acc.;
2 intr. se tenir à, s’attacher à : τινος, à qch ; se donner avec ardeur à qch ; avec l’inf. : ἰ. δακέειν IL mordre avec fureur;
Moy. ἰσχανάομαι, ἰσχανῶμαι s’arrêter, avec un part. tarder, être lent à.
Étymologie: ἴσχω.

English (Autenrieth)

(ἴσχω), ipf. iter. ἰσχανάασκον: hold, restrain, detain, Il. 17.747, Od. 15.346; intrans., w. gen., or inf., hold to, crave, desire, Il. 17.572, Il. 23.300, Od. 8.288; mid., restrain oneself, delay, Il. 12.38, Il. 19.234, Od. 7.161.

Greek Monotonic

ἰσχᾰνάω:I. Επικ. επιτετ. τύπος αντί ἰσχάνω, Επικ. γʹ ενικ. -άᾳ, παρατ. ἰσχανάασκον — Παθ., Επικ. γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. ἰσχανόωνται, ἰσχανόωντο· επέχω, περιμένω, σε Όμηρ.
II. με γεν., επιθυμώ σφόδρα, ποθώ, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχᾰνάω: (= ἰσχάνω)
1) сдерживать, задерживать: ποταμῷ πλήθοντι ἐοικώς, τὸν οὐ γέφυραι ἰσχανόωσιν Hom. (Диомед), подобный разлившейся реке, которую не сдержали бы (никакие) плотины;
2) удерживать, упрашивать остаться (sc. τινα Hom.): Ἀργεῖοι νηυσὶν ἔπι ἰσχανόωντο Hom. аргивяне держались у (своих) кораблей; μή τις ἰσχαναάσθω Hom. пусть никто не задерживается;
3) неудержимо тянуться, быть охваченным страстью, страстно желать (φιλότητος Hom.): μυῖα ἰσχανάᾳ δακέειν Hom. муха стремится жалить; μέγα δρόμου ἰσχανόωσα Hom. (кобылица), порывающаяся пуститься вскачь.

Middle Liddell

ἰσχᾰνάω, [epic for ἰσχάνω
I. to hold back, check, Hom.
II. c. gen. to cling to, long after, desire eagerly, Hom.