πλήρωσις

From LSJ
Revision as of 11:25, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλήρωσις Medium diacritics: πλήρωσις Low diacritics: πλήρωσις Capitals: ΠΛΗΡΩΣΙΣ
Transliteration A: plḗrōsis Transliteration B: plērōsis Transliteration C: plirosis Beta Code: plh/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A filling up, filling, πληρώσεσι καὶ κενώσεσι Pl.Phlb.42c; esp. with people, κληρώσεις δικαστηρίων καὶ π. Id.Lg.956e; πλήρωσις τῆς νεώς manning the ship, CIG2501 (Cos, i B. C.). 2 sensual satisfaction, gratification, especially of eating and drinking, τὸ πίνειν πλήρωσις τῆς ἐνδείας Pl.Grg.496e; ἐκπορίζεσθαι ταῖς ἡδοναῖς πλήρωσιν ib.492a; πληρώσεών τινων καὶ ἡδονῶν Id.R.439d: as expl. of the origin of pleasure, Id.Phlb.31esq., 35a sq.; of other passions, θυμοῦ πλήρωσις Plu.Lys.19; of the higher aspirations, Plot.5.8.4. 3 completion of a number, μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους… ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος which remained to complete the eight years, Hdt.3.67; εἰς π. ἐκρηγμάτων (ἐκχρημάτων Pap.) κδ' making a total of 24 sluices, Wilcken Chr.11 A14 (ii B. C.). 4 filling up a document, Lyd. Mag.3.68. II Pass., becoming full, τῆς σελήνης Arist.HA582b2, Epicur.Ep.2p.40U.; of women, impregnation, Arist. l.c.; αἱ τῶν σιτίων π. a being filled with food, opp. αἱ ἔνδειαι, Id.Phgn.810b22: abs., repletion, Hp.VM9, 21, Arist.Rh.1380b4.

German (Pape)

[Seite 635] ἡ, das Füllen, Vollmachen, Ausfüllen, die Befriedigung; τὸ πίνειν πλήρωσις τῆς ἐνδείας, Plat. Gorg. 496 e, u. öfter; Ggstz κένωσις, Phil. 42 c; das Vollzähligmachen, Her. 3, 67 u. Sp. – Auch = Vorigem, δικαστηρίων, Plat. Legg. XII, 956 e.

Greek (Liddell-Scott)

πλήρωσις: ἡ, (πληρόω) γέμισμα, πληρώσεσι καὶ κενώσεσι Πλάτ. Φίληβ. 42C· ἰδίως ἐπὶ ἀνθρώπων, πληρώσεις δικαστηρίων καί… ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 956Ε· πλ. τῆς νεώς, τὸ πληροῦν τὸ πλοῖον μὲ ἄνδρας (πρβλ. πλήρωμα 1. 3), Συλλ. Ἐπιγρ. 2501. 2) μάλιστα ἐπὶ τοῦ ἐσθίειν καὶ πίνειν, τὸ πίνειν πλ. τῆς ἐνδείας Πλάτ. Γοργ. 496Ε· ἐκπορίζεσθαι ταῖς ἡδοναῖς πλ., ἱκανοποίησιν, 492Α· πληρώσεών τινων καὶ ἡδονῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 439D· συχν. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν θεωρίαν καθ’ ἣν πᾶσα ἡδονὴ παράγεται ἐκ τῆς πληρώσεως, Φίληβ. 31Ε κἑξ., 35Α κἑξ.· ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων παθῶν, θυμοῦ πλ. Πλουτ. Λύσανδ. 19. 3) ἡ συμπλήρωσις ἀριθμοῦ, μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους… ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτη τῆς πληρώσιος, ἅτινα ὑπελείφθησαν πρὸς συμπλήρωσιν τῶν 8 ἐτῶν (ἀλλ’ ἴσως τῆς πλ. εἶναι γλώσσ.), Ἡρόδ. 3. 67. ΙΙ. Παθ., τὸ πληροῦσθαι, τῆς σελήνης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1· ἐπὶ γυναικῶν τὸ συλλαμβάνειν ἐν τῇ κοιλίᾳ, αὐτόθι· αἱ τῶν σιτίων πλ., ὁ διὰ τροφῆς χορτασμός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἱ ἔνδειαι, ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 6, 10· ἀπολ., γέμισμα, πλήρης χορτασμός, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 11, 17, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 12. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 82.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de remplir, de combler;
2 action de compléter.
Étymologie: πληρόω.

Greek Monotonic

πλήρωσις: ἡ (πληρόω),·
1. συμπλήρωση, γέμισμα, σε Πλάτ.· συχνά λέγεται για φαγητό και ποτό, ο κορεσμός, στον ίδ.
2. συμπλήρωση ενός αριθμού, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλήρωσις -εως, ἡ [πληρόω] het vullen:. μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους... ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος de zeven maanden die ontbraken aan de completering van de acht jaren Hdt. 3.67.2; πληρώσεσι καὶ κενώσεσι door vulling en lediging Plat. Phlb. 42c; τὸ δὲ πίνειν πλήρωσίς τε τῆς ἐνδείας καὶ ἡδονή; het drinken (is) toch het aanvullen van wat ontbreekt en tevens een genoegen? Plat. Grg. 496e. vulling, volheid:. πολλά... κακά ἑτεροῖα... τῶν ἀπὸ πληρώσιος vele ziektes die verschillen van de (ziektes) ten gevolge van te veel eten Hp. VM 9.

Russian (Dvoretsky)

πλήρωσις: εως ἡ
1) наполнение, заполнение (π. καὶ κένωσις Plat.): ἡ π. τῆς σελήνης Arst. прибывание луны или полнолуние;
2) восполнение, дополнение: μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος Her. в течение семи месяцев, не хватавших до полных восьми лет;
3) (у)комплектование (δικαστηρίων Plat.);
4) насыщение, удовлетворение, утоление (τῆς ἐνδείας Plat.; θυμοῦ Plut.): ἐκπορίζεσθαι ταῖς ἡδοναῖς πλήρωσιν Plat. предаваться наслаждениям; ἐν πληρώσει Arst. в состоянии полной удовлетворенности;
5) изобилие (τῶν σιτίων Arst.).

Middle Liddell

πλήρωσις, εως, πληρόω
1. a filling up, filling, Plat.: often of eating and drinking, satiety, Plat.
2. the completion of a number, Hdt.

English (Woodhouse)

act of satisfying, being full, manning of ships, satisfying

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)