Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τέραμνον

From LSJ
Revision as of 11:30, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέραμνον Medium diacritics: τέραμνον Low diacritics: τέραμνον Capitals: ΤΕΡΑΜΝΟΝ
Transliteration A: téramnon Transliteration B: teramnon Transliteration C: teramnon Beta Code: te/ramnon

English (LSJ)

or τέρεμνον, τό, a word used esp. by E., but only in plural and always (except once, A τέραμνά τ' οἴκων Hipp.418) in lyr. passages, chamber, house, like μέλαθρα, τ. ἀπὸ νυμφιδίων Hipp.768; παστάδων ὑπὲρ τ. Or.1371; Περγάμων . . καταίθεται τ. Tr.1296; ἐξ Ἀΐδα τεράμνων Alc.457; ἐπὶ Πυθίοις τ. Hipp.536; ὑπὲρ τέραμνα Ph. 333: dat. sg. τεράμνῳ Maiist.12: also in late Prose, τέρεμνα Artem. 2.10. [-εμνα Or.1371 codd. ALP, Ph.333 codd. VA, Hipp.418 codd. exc. L, which has -α-: Maiist. l.c. corroborates the spelling -αμνον.]
τέραμνον· ἁπαλόν, ἑψανόν, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1092] τό, = Folgdm; Eur. Alc. 459 Phoen. 335; οἰνοπλῆγα, Ant. Sid. 29 (IX, 323).

Greek (Liddell-Scott)

τέραμνον: ἢ τέρεμνον, τό, λέξις ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ πληθ. καὶ ἀεὶ (πλὴν ἅπαξ, τέραμνά τ’ οἴκων Ἱππ. 418) ἐν λυρικοῖς χωρίοις, θάλαμος, οἴκημα, οἶκος, ὡς τὸ μέλαθρα, Λατ. tecta, τ. ἀπὸ νυμφιδίων Ἱππ. 768· παστάδων ὑπὲρ τ. Ὀρ. 1371· περγάμων... καταίθεται τ. Τρῳ. 1296· ἐξ Ἁΐδα τεράμνων Ἄλκ. 457· ἐπὶ Πυθίοις τ. Ἱππ. 536· ὑπὲρ τέραμνα Φοίν. 333. - Ὁ Δινδ. πανταχοῦ ἔχει ἐπανορθώσῃ τὸν εἰς α τύπον. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τέραμνοι· στεγανοὶ (οὕτω) σκιαί. σκηνώματα», καὶ «τέραμνος· κυψέλη».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. τέρεμνον au pl.

Greek Monolingual

(I)
και τέρεμνον, τὸ, Α
(κυρίως στον Ευρ. και μόνον στον πληθ.) τὰ τέραμνα και τέρεμνα
οικήματα, οίκοι·
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά μια άποψη, ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Κατ' άλλη όμως άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τους τ. της Ινδοευρωπαϊκής: οσκ. triibum «σπίτι», ομβρ. tremnu «σκηνή», αρχ. γαλατ. treb «σπίτι», λατ. trabs «δοκός», λιθουαν. troba «σπίτι» (πρβλ. και λ. θεράπων, θεράπνη), παρά τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει ο φωνηεντισμός τών τ. Στην Ελληνική η λ. εμφανίζει δισύλλαβο θ. τέρα-μνα (πιθ. < τέρα-βνα), ενώ ο τ. τέρεμνα είναι είτε προϊόν αφομοίωσης, είτε προϊόν αναλογικής επίδρασης τών βέλεμνα, κρήδεμνα.
(II)
και σπάν. τ. αρσ. τέραμνος Α
1. (το ουδ.) (κατά το λεξ. Σούδα και τον Φώτ.) «ἁπαλόν, ἑψανόν»
2. (το αρσ.) (κατά τον Ησύχ.) α) (στον εν.) «κυψέλη»
β) στον πληθ. τέραμνοι
«στεγανοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τερά-μων «απαλός, τρυφερός» + (επίθημα) -mno- (πρβλ. ἀτέραμνος, ἀπάλαμνος)].

Greek Monotonic

τέραμνον: ή τέρεμνον, τό, στον πληθ., θάλαμος, οίκημα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τέραμνον: τό Eur., Anth. = τέρεμνον.

Middle Liddell

τέραμνον, ορ -εμνον, ου, τό,
in pl., chambers, a house, Eur.