προσκάθημαι

From LSJ
Revision as of 10:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκάθημαι Medium diacritics: προσκάθημαι Low diacritics: προσκάθημαι Capitals: ΠΡΟΣΚΑΘΗΜΑΙ
Transliteration A: proskáthēmai Transliteration B: proskathēmai Transliteration C: proskathimai Beta Code: proska/qhmai

English (LSJ)

Ion. προσ-κάτημαι, used as pf. of προσκαθέζομαι, A to be seated by, Thphr.Char.29.5 codd. 2 rest upon, be close to, τοῖς ὄρχεσι Arist.HA510a21, cf. Thphr.HP7.13.6; adhere, [τοῖς ὀδοῦσι] Diocl.Fr.141, cf. Orib.Fr.76. II sit down against a town, besiege it, Hdt.2.157, 5.104, Th.7.48, etc.: metaph., importune, Id.6.94; keep a close watch upon, D.23.167. 2 attend diligently to, ταῖς θεραπείαις ἐπιμελῶς IG11(4).1299.12 (Delos, iii B.C.); devote oneself to, τοῖς παισί Jul.Or.3.110c; of bees, π. [θύμῳ] Plu.2.41f; τέχνῃ π. Lyc.386. III προσκαθήμενον (dub. sens.) is v.l. for προσκαθεψημένον in Hp.Vict.2.52.

German (Pape)

[Seite 767] (s. ἧμαι), ion. προσκάτημαι, wie πρόσημαι, dabei sitzen, häufig dei Einem sitzen, viel mit Einem verkehren, τινί, Her. 6, 94, in krieger. Sinne, vor einer Stadt sitzen, sie belagern, obsidere, c. dat., 2, 157. 5, 104; Thuc. oft; Plat. Rep. X, 609 c; Pol. oft u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκάθημαι: Ἰωνικ. -κάτημαι, κυρίως πρκμ. τοῦ προσκαθέζομαι, κάθημαι, μένω πλησίον, ζῶ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 6. 94, Θεοφρ. Χαρακτ. 29· ― ἐπὶ μελισσῶν, πρ. θύμῳ Πλούτ. 2. 41F· μεταφορ., τέχνῃ πρ. Λυκόφρ. 386. ΙΙ. κάθημαι ἔναντι πόλεως, πολιορκῶ αὐτήν, Λατ. obsidere, Ἡρόδ. 2. 157., 5. 104, Θουκ. 7. 48, Δημ. 676. 4, κτλ. ΙΙΙ. στηρίζομαι ἐπί τινος, εἶμαι πλησίον τινός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 15, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 6.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 être posé ou placé sur ou près de, se trouver près de, vivre près de, τινι;
2 camper près de, assiéger.
Étymologie: πρός, κάθημαι.

Greek Monolingual

και ιων. τ. προσκάτημαι Α κάθημαι
1. κάθομαι, μένω κοντά
2. στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτι
3. προσκολλώμαι
4. (για στράτευμα) σταματώ απέναντι από μια πόλη και τήν πολιορκώ
5. αφοσιώνομαι («προσκάθημαι τοῖς παισί», Ιουλ.)
6. ασχολούμαι επιμελώς («προσκάθημαι ταῖς θεραπείαις ἐπιμελῶς», επιγρ.)
7. μτφ. α) ενοχλώ κάποιον
β) γίνομαι φορτικός
γ) (για μέλισσες) συχνάζω.

Greek Monotonic

προσκάθημαι: Ιων. -κάτημαι, κυρίως παρακ. του προσκαθέζομαι·
I. κάθομαι δίπλα ή κοντά, ζω μαζί με κάποιον, τινι, σε Ηρόδ., Θεόκρ.
II. πολιορκώ, Λατ. obsidere, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

προσκάθημαι: ион. προσκάτημαι
1) сидеть рядом, возле или сверху: (αἱ μέλισσαι) προσκάθηνται τῷ θύμῳ Plut. пчелы сидят на тимьяне;
2) осаждать (τῷ πεζῷ Thuc.; πόλιν προσκατήμενος ἐπολιόρκεε Her.);
3) упорствовать: Πεισιοτρατιδέων προσκατημένων καὶ διαβαλλόντων Ἀθηναίους Her. в то время как писистратиды не переставали клеветать на афинян;
4) облегать, окружать (πόροι προσκαθήμενοί τινι и πρός τι Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κάθημαι, Ion. προσκάτημαι in... (gaan) zitten, bij... gaan zitten. belegeren:. προσκατήμενος πολιορκέειν belegeren Hdt. 2.157.

Middle Liddell

ionic -κάτημαι properly perf. of προσκαθέζομαι
I. to be seated by or near, live with, τινι Hdt., Theophr.
II. to sit down against a town, besiege it, Lat. obsidere, Hdt., Thuc., etc.