γυμναστικός
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ή, όν, A fond of athletic exercises, skilled in them, Hp.Aph.1.3; γ. ἢ ἰατρός Pl. Prt.313d: Comp., Philostr.Gym.35: Sup., ib.ΙΙ; of the gymnastic master (opp. παιδοτρίβης, q.v.), Arist.Pol.1288b18; γ. [θεραπεία] Pl. Grg.464b: ἡ γυμναστική (with or without τέχνη), gymnastics, Id.Smp.187a, etc. Adv. γυμναστικῶς Ar.V.1212. II γυμναστικὸν λῆμμα (opp. ῥητορικόν) suited for dialectical discussion, Stoic.2.76. Adv. γυμναστικῶς = by means of testing, Simp.in Ph.139.3.
German (Pape)
[Seite 509] die Leibesübungen betreffend, ὁ γ., in denselben geübt, = γυμναστής, Plat. Prot. 313 d; γυμναστική, die Gymnastik, Turnkunst, Soph. 228 e u. öfter. – Adv. γυμναστικῶς, Ar. Vesp. 1212.
Greek (Liddell-Scott)
γυμναστικός: -ή, -όν, ὁ σφόδρα ἐφιέμενος τῶν γυμναστικῶν ἀσκήσεων, ὁ ἐν αὐταῖς ἔμπειρος καὶ ἐξέχων, Ἱππ. Ἀφ. 1242, Πλάτ. Πρωτ. 313D· ὁ ἀνήκων εἰς τὸν διδάσκαλον τῆς γυμναστικῆς, Ἀριστ. Πολ. 4. 1, 2·- γ. θεραπεία Πλάτ. γοργ. 464Β· καὶ ἡ γυμναστικὴ (μετὰ ἢ ἄνευ τοῦ τέχνη), ἡ γυμναστική, ὡς παρ᾿ ἡμῖν, ὁ αὐτ. Συμπ. 186Ε, κτλ.- Ἐπίρρ.-κῶς Ἀριστοφ. Σφηξ. 1212.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les exercices du corps.
Étymologie: γυμνάζω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de pers. que practica el ejercicio atlético, habituado al gimnasio, del gimnasio οἱ νεανίσκοι SEG 29.1201 (Lidia), (Ἀλκιβιάδης) ἐν Σπάρτῃ γ. ..., ἐν Ἰωνίᾳ χλιδανός Plu.Alc.23, φίλοι PFlor.332.7 (II d.C.)
•apto para los ejercicios atléticos νῶτα Philostr.Gym.35.
2 de abstr. propio de la gimnasia o del entrenamiento νόμος Plu.2.569e, ἐνέργειαι Diog.Bab.Stoic.3.225, cf. Olymp.in Alc.83.17.
3 fig. apropiado para la discusión dialéctica λῆμμα op. ἐπιστημονικόν y ῥητορικόν Chrysipp.Stoic.2.76.
II subst.
1 ὁ γ. atleta, gimnasta ἐν τοῖσι γυμναστικοῖσιν αἱ ἐπ' ἄκρον εὐεξίαι σφαλεραί Hp.Aph.1.3, cf. Plu.2.140c, 651d, ret. en PRyl.62.14.
2 ὁ γ. entrenador del gimnasio, preparador físico ἐὰν μή τις τύχῃ γ. ἢ ἰατρὸς ὤν Pl.Prt.313d, op. παιδοτρίβης Arist.Pol.1288b18.
3 ἡ γ. cultura física, gimnástica τῆς τοῦ σώματος θεραπείας δύο μόρια λέγω, τὴν μὲν γυμναστικήν, τὴν δὲ ἰατρικήν Pl.Grg.464b, cf. Smp.187a, Arist.Pol.1288b16, ἀπέστραπτο ... κομμωτικὴν ἡ γ. Luc.Hist.Consc.40, ἡ δὲ γ. τὴν παροῦσαν (ὑγίειαν) ἐφύλαττε Olymp.in Grg.4.7, cf. Luc.Hist.Consc.35, Aristid.Quint.1.23, Sch.S.Ant.365P., περὶ γυμναστικῆς tít. de una obra de Filóstrato, Philostr.Gym.tít.
4 τὸ γ. ejercicio espiritual εὑρήσεις δὲ ἐν τῇ θείᾳ γραφῇ μίγμα τοῦ ὡσὰν ἱστορικοῦ πρὸς τὸ γ. Origenes Fr.74 in Io.10.31.
5 τὸ γυμναστικώτατον la gesta atlética más sobresaliente Ἠλεῖοι στεφανοῦσι τὸ γ. Philostr.Gym.11.
III adv. γυμναστικῶς
1 a la manera de los atletas τὰ γόνατ' ἔκτεινε καὶ γ. estira las rodillas y a la manera de los atletas ... Ar.V.1212, cf. Poll.3.153.
2 propiamente de la gimnástica τὸ τέλος τῆς γυμναστικῆς λέγω εἶναι τὸ γ. Olymp.in Alc.75.6.
3 fig. por medio de pruebas (intelectuales) ἐφ' ἑκάτερα γ. ἐπιχειροῦντα Simp.in Ph.139.3
•gener. como una prueba espiritual αἱ κακώσεις ... ἐπιφέρονται ... γ. Olymp.Iob 10 (p.136).
Greek Monotonic
γυμνᾰστικός: -ή, -όν (γυμνάζω), οπαδός, λάτρης των αθλητικών ασκήσεων, αυτός που είναι έμπειρος σε αυτές, σε Πλάτ.· ἡ γυμναστικὴ (με ή χωρίς το τέχνη), γυμναστική, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
γυμναστικός:
1) гимнастический (θεραπεία τοῦ σώματος Plat.);
2) занимающийся гимнастическими упражнениями, искусный в гимнастике (γ. καὶ εὐτελής Plut.);
3) упражняющий, развивающий (οἱ ἐριστικοὶ λόγοι γυμναστικοί εἰσιν Arst.).
II ὁ Plat., Arst. = γυμναστής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμναστικός -ή -όν [γυμναστής] met betrekking tot lichamelijke oefening; ἡ γ. (τέχνη) gymnastiek. bedreven in gymnastiek; atletisch.
Middle Liddell
γυμνάζω
fond of athletic exercises, skilled in them, Plat.: ἡ -κή (with or without τέχνη), gymnastics, Plat.:—adv. -κῶς, Ar.