βασκανία

From LSJ
Revision as of 16:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βασκᾰνία Medium diacritics: βασκανία Low diacritics: βασκανία Capitals: ΒΑΣΚΑΝΙΑ
Transliteration A: baskanía Transliteration B: baskania Transliteration C: vaskania Beta Code: baskani/a

English (LSJ)

ἡ, A malign influence, witchery, Pl.Phd.95b; β. φαυλότητος ἀμαυροῖ τὸ καλόν LXX Wi.4.12; βασκανίας φάρμακον τὸ πήγανον Arist.Pr.926b20. 2 malignity, ἀγνωμοσύνη καὶ β. D.18.252; ὄχλος καὶ β. Id.19.24: pl., LXX4 Ma.2.15. 3 jealousy, ἤεισεν κρέσσονα βασκανίης Call.Epigr.23, cf. Ph.2.81, al.

German (Pape)

[Seite 438] 1) Verläumdung, Dem. 18, 252 u. Sp., z. B. βασκανίης κρέσσονα ᾔεισεν Callim. 62 (VII, 525). – 2) Beherung, Beschreien, Plat. Phaed. 95 b; Arist. Probl. 34, 20; übh. Neid, Pol. 4, 87; Rufin. 34 (v. 22).

Greek (Liddell-Scott)

βασκᾰνία: ἡ, κακολογία, φθόνος, Πλάτ. Φαίδ. 95Β, Δημ. 311.8· ὄχλος καὶ β. Δημ. 348.24
ΙΙ. μαγεία, «μάτιασμα», Καλλ. Ἐπ. 22· βασκανίας φάρμακον τὸ πήγανον Ἀριστ. Προβλ. 20.34.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
envie, jalousie ; esprit de dénigrement, méchanceté.
Étymologie: βάσκανος.

Greek Monolingual

η (AM βασκανία) βάσκανος
βλαπτική επίδραση που δέχονται πρόσωπα, ζώα ή αντικείμενα από εξωτερική ενέργεια, η οποία προέρχεται από κάποιο πρόσωπο που πιστεύεται ότι έχει έμφυτη προδιάθεση γι' αυτό
αρχ.
κακολογία, φθόνος.

Greek Monotonic

βασκᾰνία: ἡ, επιζήμια επιρροή, κακία, «μάτιασμα», σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

βασκᾰνία:
1) околдовывание, злые чары Arst.;
2) зависть Plat., Plut.;
3) клевета, поношение, злословие, Dem., Polyb.

Middle Liddell

[from βάσκανος
slander, envy, malice, Plat., Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βασκανία -ας, ἡ, Ion. βασκανίη βάσκανος
1. tovenarij.
2. kwaadwillendheid, kwaadaardigheid.

English (Woodhouse)

abuse, calumny, insult, reproach

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)