καταρρίπτω

From LSJ
Revision as of 17:47, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρίπτω Medium diacritics: καταρρίπτω Low diacritics: καταρρίπτω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: katarríptō Transliteration B: katarriptō Transliteration C: katarripto Beta Code: katarri/ptw

English (LSJ)

(later καταρριπτ-ριπτέω Man.4.288:—Pass., A καταρειπτούμενα IG12(3).325.41 (Thera, ii A. D.), also pf. part. κατηρειμμένος ib.326.20), throw down, overthrow, εἴ τε δημόθρους ἀναρχία βουλὴν καταρρίψειεν A.Ag.884; τὰ βασίλεια Plu.Luc.34, cf. Luc.Salt.9; κ. τοὺς πολεμίους, opp. ἐπαίρω, Id.Hist.Conscr.7. 2 bring into disrepute, μάθησιν Vett.Val. 238.31; ἑαυτούς Id.2.2. 3 despise, δόξαν, ἔπαινον, D.S.13.15, 22.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρίπτω: ῥίπτω κάτω, καταβάλλω, ἀνατρέπω, εἴ τε δημόθρους ἀναρχία βουλὴν καταρρίψειεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 884· τὰ βασίλεια Πλουτ. Λούκουλλ. 34, πρβλ. Λουκ. π. Ὀρχ. 9· ταπεινῶ, ἐξευτελίζω, κ. τοὺς πολεμίους, ἀντίθετον τῷ ἐπαίρω, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 7. (2 καταφρονῶ, δόξαν, ἔπαινον Διόδ. 13, 15 καὶ 22.)

French (Bailly abrégé)

1 jeter à bas, renverser;
2 jeter de côté, rejeter ; mépriser, acc..
Étymologie: κατά, ῥίπτω.

Greek Monolingual

(AM καταρρίπτω και καταρίπτω, Α και καταρριπτέω)
1. ρίχνω κάτω
2. γκρεμίζω
νεοελλ.
1. ακυρώνω κάτι που ίσχυε, ανατρέπω, ανασκευάζω («κατέρριψε τα επιχειρήματα του αντιδίκου ένα προς ένα»)
2. υπερβάλλω, ξεπερνώ κάποιον σε αγώνα («κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στο ακόντιο)
μσν.
εκκενώνω
μσν.-αρχ.
καταλύω, καταβάλλω («τῆς 'Ασίας τὰ βασίλεια καταρρίψαντες», Πλούτ.)
αρχ.
1. ταπεινώνω, εξευτελίζω
2. καταφρονώ («ἠξίου μὴ καταρρίψαι τῆς πατρίδος τὴν περιβόητον δόξαν», Διόδ.)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατερριμμένος, -η, -ον
καταπτοημένος, συντετριμμένος.

Greek Monotonic

καταρρίπτω: μέλ. -ψω, ρίχνω προς τα κάτω, αναποδογυρίζω, συντρίβω, καταστρέφω, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

καταρρίπτω:
1) опрокидывать, ниспровергать, свергать (βουλήν Aesch.; τὰ βασίλεια Plut.);
2) разбивать, уничтожать (τοὺς πολεμίους Luc.);
3) пренебрегать, презирать (ἔπαινον, δόξαν Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ρρίπτω neerwerpen, overwinnen.

Middle Liddell

fut. ψω, to throw down, overthrow, Aesch.