γάζα
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
[γᾱ], ἡ, A treasure, Thphr.HP8.11.5, OGI54.22(iii B. C.), Epigr. ap.Str.14.1.39, LXX 2 Es.5.17, Act.Ap.8.27, etc.; ἐκ τῆς βασιλικῆς γ. D.S.17.35. II large sum of money, Plb.11.34.12. (Persian word.)
German (Pape)
[Seite 470] ἡ, (persisches Wort), der königliche Schatz, D. Sic.; übh. eine Summe Geldes, Poll. 11, 34. 22, 26; aber 26, 6 werden τὰ χρήματα καὶ ἡ γάζα vbdn, wo an andere Kostbarkeiten zu denken.
Greek (Liddell-Scott)
γάζα: ἡ, θησαυρός, Θεόφρ. Ἱ.Φ. 8.11,5, Συλλ. Ἐπιγρ. 5127Α.22· ἐκ τῆς βασιλικῆς γ. Διόδ. 17.35· παρὰ Πολυβ., ποσότης τις χρημάτων, 11.34,12, κτλ. (Ἡ λέξις λέγεται Περσική).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 le trésor du roi de Perse ; trésor royal;
2 p. ext. grosse somme d’argent.
Étymologie: mot persan.
English (Abbott-Smith)
† γάζα, -ης, ἡ (a Persian word), [in LXX for גִּנְזִין, II Es 5:17 6:1 7:20, 21, Es 4:7; גִּזְבָּר, II Es 7:21; Is 39:2*;]
treasure: Ac 8:27.†
English (Strong)
of foreign origin; a treasure: treasure.
Greek Monolingual
(I)
η
1. λεπτό ημιδιαφανές ύφασμα μεταξωτό, λινό ή βαμβακερό
2. διάφανο κεφαλομάντηλο
3. «φαρμακευτική ή χειρουργική γάζα» — αποστειρωμένα κομμάτια ή ταινίες λεπτού υφάσματος που χρησιμοποιούνται για επικάλυψη και επίδεση τραυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε από την ονομασία της Γάζας, πόλης της Παλαιστίνης, και εισήλθε στην Ελληνική μέσω του τουρκικού jc (γαζ) «γάζα» ή του γαλλ. gaze «γάζα». Πρβλ. γερμ. Gaze, αγγλ. gauze, ισπ. gaza,. ιταλ. garza].
(II)
η (Α)
1. θησαυρός, πολύτιμα αντικείμενα αποθηκευμένα σε θησαυροφυλάκιο
2. μεγάλο χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από την Περσική (πρβλ. μσν. περσικό ganj). Η λατ. λέξη gaza, όπως πιθανώς και η συρ. gazā, είναι με τη σειρά τους δάνεια από την Ελληνική].
Greek Monotonic
γάζα: ἡ, Λατ. gaza, θησαυρός, σε Θεόκρ. (περσική λέξη).
Russian (Dvoretsky)
γάζα: ἡ перс.
1) царская казна, казнохранилище (ἡ βασιλικὴ γ. Diod.);
2) денежная сумма (ἡ γ. ἡ ὁμολογηθεῖσά τινι Polyb.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: (royal) traesury (Thphr., OGI 54, 22 [IIIa]);
Compounds: γαζο-φύλαξ (LXX).
Derivatives: None.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Pers.
Etymology: Acc. to Pomp. Mela 1, 64 a. o. Persian, cf. MPers. ganj, of Median origin (Mayrhofer WienAkadAnz. 1968: 1, 13f); Mayrhofer KEWA 1, 315 gañja-. Also Arm. ganǰ. From Gr. Lat. gaza; also Syr. gazā.
Middle Liddell
[A Persian word.]
Lat. gaza, treasure, Theophr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γάζα -ης, ἡ schat.
Frisk Etymology German
γάζα: {gáza}
Grammar: f.
Meaning: Schatzkammer, der königliche Schatz (Thphr., OGI 54, 22 [IIIa], Plb. usw.);
Composita : als Vorderglied in γαζοφύλαξ Schatzwächter mit γαζοφυλακέω und γαζοφυλάκιον (alles hell.).
Derivative: Keine Ableitungen.
Etymology : Nach Pomp. Mela 1, 64 u. a. persisch, vgl. mpers. ganj. Aus dem Griechischen stammt lat. gaza, wohl auch syr. gazā.
Page 1,282
Chinese
原文音譯:g£za 瓜撒
詞類次數:名詞(1)
原文字根:銀庫
字義溯源:財寶*,王室的財寶,銀庫
同源字:1) (γάζα2)財寶 2) (γαζοφυλάκιον)寶藏 3) (φυλάσσω)看守
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 銀庫(1) 徒8:27
原文音譯:G£za 瓜撒
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:強而有力
字義溯源:迦薩;非利士五大城之一,在通往埃及的大道上。字義:強壯,源自希伯來文(עַזָּה)=迦薩,強壯的);而 (עַזָּה)出自(עַז / עָז)=強而有力的), (עַז / עָז)又出自(עָזַז)=剛勇的)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 迦薩(1) 徒8:26