ἀντιβλέπω

From LSJ
Revision as of 19:55, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιβλέπω Medium diacritics: ἀντιβλέπω Low diacritics: αντιβλέπω Capitals: ΑΝΤΙΒΛΕΠΩ
Transliteration A: antiblépō Transliteration B: antiblepō Transliteration C: antivlepo Beta Code: a)ntible/pw

English (LSJ)

fut. A -βλέψομαι D.25.98:—look straight at, look in the face, c. dat. pers., τῷ ἐμῷ πατρὶ οὐδ' ἀντιβλέπειν δύναμαι X.HG5.4.27; τοῖς φίλοις Com.Adesp.22.41 D.; εἰς or πρὸς τὸν ἥλιον, X.Mem.4.7.7, Thphr.Sens.18: metaph., πρὸς δωρεὰς βασιλέων Plu.Comp.Dem.Cic.3: c. acc., ἀντιβλέπειν ἐκεῖνον οὐ δυνήσομαι Men.586: abs., part., ἀντιβλέπουσαι . . αἱ αἶγες facing one another, Arist.HA611a5.

German (Pape)

[Seite 250] entgegen-, gerade ansehen, τινί Xen. Cyr. 3, 1, 23 Hell. 5, 4, 27; τινά Men. Stob. Floril. 70, 49; εἴς τι Xen. Mem. 4, 7, 7; πρός τι Plut. Pomp. 69; – med.ποίοις προσώποις πρὸς ἕκαστον ἀντιβλέψεσθε Dem. 25, 98, Bekk. ἀντιβλέψετε.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιβλέπω: μέλλ. -βλέψω, Δημ. 799. 24 (μετὰ διαφόρου γραφ. βλέψεσθε ἐσφαλμ., διότι ἀμέσως ἀνωτέρω ἀπαντᾷ ἄλλος ἁπλοῦς τύπος βλέψονται: - βλέπω κατ’ εὐθείαν πρός τινα, βλέπω κατὰ πρόσωπον, μετὰ δοτ. προσ., τῷ ἐμῷ πατρὶ οὐδ. ἀντιβλέπειν δύναμαι Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 27· εἰς ἢ πρὸς τὸν ἥλιον ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 7, 7, Θεοφρ. Ἀποσπ. 1. 18: - μετ’ αἰτ. ἀντιβλέπειν ἐκεῖνον οὐ δυνήσομαι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 59: μετοχ., ἀντιβλέπουσαι ... αἱ αἶγες, βλέπουσαι πρὸς ἀλλήλας, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 5. - Ρηματ. ἐπίθ. ἀντιβλεπτέον, μοι πρός τι Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκωμ. 17.

French (Bailly abrégé)

regarder en face, dat. ou εἰς, πρός et l’acc..
Étymologie: ἀντί, βλέπω.

Spanish (DGE)

1 mirar cara a cara c. dat. de pers. τῷ ἐμῷ πατρί X.HG 5.4.27, τοῖς φίλοις Men.Fab.Incert.7.129, c. dat. de cosa λόγχαις X.Smp.2.14, σιδήρῳ Luc.Anach.33
c. πρός y ac. de pers. πρὸς ἕκαστον τούτων D.25.98, c. πρός y ac. de cosa πρὸς τὴν τύχην Plu.2.476e
c. εἰς y ac. de cosa εἰς τὸν ἥλιον X.Mem.4.7.7, Thphr.Sens.18
c. ac. ἀντιβλέπειν ἐκεῖνον οὐ δυνήσομαι ἀδικῶν Men.Fr.598
abs. οὐκέτι ἀντιβλεπούσας κατακεῖσθαι τὰς αἶγας que las cabras no se tumbasen unas frente a otras Arist.HA 611a4, cf. Pherecr.203B.
2 fig. enfrentarse a, afrontar c. dat. παθήμασιν I.AI 6.10
c. πρός y ac. πρὸς ... τοὺς ἀγῶνας τούτους Chrys.M.52.563
desafiar, oponerse πρὸς δωρεὰς βασιλέων Plu.Comp.Dem.Cic.3, ἀναιδῶς αὐτῷ ἀντιβλέψας Origenes Io.2.14, cf. CPHerm.52.1.27 (III d.C.).
3 fig. ser objeto de comparación ὁ Ἰωβ ... πρὸς Παῦλον ἀντιβλέψαι δυνάμενος διὰ τὴν ὑπομονήν Chrys.M.63.844.

Greek Monolingual

ἀντιβλέπω)
βλέπω κατευθείαν, βλέπω κατάματα κάποιον.

Greek Monotonic

ἀντιβλέπω: μέλ. —βλέψω ή -ομαι, κοιτώ κατευθεία προς, κοιτώ κατά πρόσωπο, με δοτ. προσ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιβλέπω:
1) смотреть прямо, глядеть в упор (τινί Xen., Plut., εἴς τι Xen., τινά Men. и πρός τι Plut., Luc.);
2) смотреть друг на друга Arst.

Middle Liddell


to look straight at, look in the face, c. dat. pers., Xen.