συντεχνία
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ἡ, guild, λινουργῶν, ἡλοκόπων, IGRom.3.896 (Anazarbus, ii A.D.), Judeich Altertümer von Hierapolis 133.
Greek (Liddell-Scott)
συντεχνία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, σύλλογος ὁμοτέχνων, Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 11, σ. 241.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ σύντεχνος
κάθε οργανωμένο κοινωνικό σύνολο, ιδίως μορφή επαγγελματικής ένωσης ομοτέχνων, με κύριο στόχο την προάσπιση και προαγωγή τών συμφερόντων τών μελών της
νεοελλ.
1. (ιδίως στον μεσαίωνα) ένωση τεχνιτών και μαστόρων ή εμπόρων του ίδιου κλάδου, με κλειστή οργάνωση και ιεραρχία, στα πλαίσια της οποίας η ειδίκευση στο αντίστοιχο επάγγελμα μεταδιδόταν μυστικά και η είσοδος σ' αυτό νέων μελών γινόταν με αυστηρά κριτήρια και έπειτα από υποβολή του υποψηφίου σε πολλαπλές δοκιμασίες, κν. εσνάφι ή συνάφι
2. (γενικά) επαγγελματικό σωματείο
3. (κατ' επέκτ.) χαρακτηρισμός κοινωνικής οργάνωσης που συγκεντρώνει στους κόλπους της όσους επιδίδονται σε μία επαγγελματική ασχολία, ή σε παρεμφερείς με αυτήν, με κύριο στόχο την υπεράσπιση, αποκλειστικά, τών συμφερόντων τών μελών της, ανεξάρτητα ή και σε αντίθεση με τα γενικότερα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου.