ἁρμή

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμή Medium diacritics: ἁρμή Low diacritics: αρμή Capitals: ΑΡΜΗ
Transliteration A: harmḗ Transliteration B: harmē Transliteration C: armi Beta Code: a(rmh/

English (LSJ)

ἡ, (ἀραρίσκω) junction, Chrysipp.Stoic.2.154 (prob. for ὁρμήν); fitting together, of shields, Q.S.11.361; suture of a wound, Hp. ap.Erot.; of the skull-bones, Id. ap. Gal.19.86.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἄρμη Hp. en Erot.21.20, Gal.19.86, Hsch.
1 unión τὰς ... μίξεις γίνεσθαι ... καθ' ἁρμήν Chrysipp.Stoic.2.154.
2 medic. sutura, cicatriz ἄρμη· πᾶσα σύνοδος τραυμάτων Hp. en Erot.l.c., cf. Hsch., ἅρμης· τῆς ἐν τῇ κεφαλῇ ῥαφῆς Gal.l.c.
3 choque de escudos, Q.S.11.361 (var.).

German (Pape)

[Seite 355] ἡ, Vereinigung, Qu. Sm. 11, 361; VLL.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
union, Q.Sm. 11.361.
Étymologie: R. Σαρ d'où Ἁρ, lier, unir ; cf. εἵρω ; v. ἁρμός.

Greek Monolingual

και άλμη, η
διάλυμα νερού με αλάτι, η σαλαμούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άρμη < άλμη, με φωνητική τροπή του -λ- προ συμφώνου στο αντίστοιχο υγρό -ρ- (πρβλ. ελπίδα < ερπίδα, αλμέγω > αρμέγω, αδελφός < αδερφός)].

Greek Monolingual

ἁρμή και ἅρμη, η (Α)
1. προσαρμογή, ένωση (πρβλ. άρμα Ι)
2. η ραφή τραύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρ. ar- «συνάπτω, συναρμόζω (πρβλ. αραρίσκω). Η δασύτητα της λ. ερμηνεύεται όπως και στη λ. άρμα].